Η Μαρία Κρυου γράφει στο “Αθηνόραμα” γιά την παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου:
Μετά την περσινή “Ορέστεια του Στρίντμπεργκ” –ένα έργο που σχολίασε, προκάλεσε και αναποδογύρισε τον δραματουργικό κανόνα– η Λένα Κιτσοπούλου επιστρέφει και πάλι στο κλασικό ρεπερτόριο. Αυτή τη φορά, βάζει στο στόχαστρο έναν ακόμη βόρειο δαίμονα της αστικής ηθικής: τον Χένρικ Ίψεν και τους “Βρυκόλακες” του.
Η παράσταση που ξεκινά στις 30 Οκτωβρίου, στο Θέατρο Ψυρρή, δεν υπόσχεται αναβίωση. Υπόσχεται μεταμόρφωση, διακωμώδηση, επίθεση, χλεύη. Ο Ίψεν, τα σύμβολα της ενοχής, της αρρώστιας, της υποκρισίας, γίνονται εργαλεία στα χέρια μιας σκηνοθέτιδας που δηλώνει ρητά ότι δεν αντέχει πια ούτε τη λέξη “θέατρο”. Και το εννοεί. Με πρωταγωνιστές την ίδια και τους ηθοποιούς Πάνο Παπαδόπουλο, Ευδοκία Ρουμελιώτη, Θοδωρή Σκυφτούλη και Γαλήνη Χατζηπασχάλη, οι “Βρυκόλακες” παρουσιάζονται στα νορβηγικά –ναι, στα νορβηγικά– με αγγλικούς υπέρτιτλους. Οι ηθοποιοί εκπαιδεύονται ήδη στο Όσλο με έξοδα του κράτους”…διαβάζουμε στο σημείωμα για την παράσταση.
Απόσπασμα από το σημείωμα για την παράσταση
“Διαλέξαμε ένα έργο για τη σύφιλη, επειδή θέλουμε να μιλήσουμε για την συφιλιδική μας χώρα, την ανυπόφορη, την άρρωστη, στην οποία δεν θα έπρεπε ούτε καν να υπάρχει η λέξη θέατρο.”….λεει η Κιτσοπούλου στο σημείωμα της. “Εμείς κάνουμε θέατρο μόνο για να πάρουμε λίγα λεφτουδάκια, για να την βγάλουμε και φέτος, γιατί αν δεν επιβιώσουμε εμείς, ποιος θα σας γαμάει μετά; Κανένας. Τα γένια στα πρόσωπα μας είναι για να προκαλέσουμε φόβο και ανασφάλεια σε όλους σας. Μας λένε επικίνδυνους τύπους εμάς τους μουσάτους, επειδή έχουμε μούσια, λες και οι παπάδες δεν έχουν. Πρόκληση για την πρόκληση, λοιπόν, αντίδραση για την αντίδραση, αυτό προτείνουμε με το σπουδαίο αυτό έργο του Ίψεν που μιλάει για βρυκολακιασμένους εγκεφάλους και μας κάνει λόγω αυτού να αναρωτιόμαστε πόσο καλά ήξερε την Ελλάδα αυτός ο συγγραφέας. Εύχομαι μέσα από την ψυχή μου να καταφέρουμε να βάλουμε κι εμείς το λιθαράκι μας, ώστε να δυναμώσει το μίσος στις ψυχές σας για όλο αυτό που βιώνετε καθημερινά στη ζωή σας. Θέλει μίσος και μόνο μίσος η ψυχική μας υγεία αυτή τη στιγμή”.
Το ενδιαφέρον της Κιτσοπούλου για τα κλασικά δεν είναι καθόλου μουσειακό. Είναι αμιγώς βιωματικό και βαθιά σημερινό: πώς μιλάς για ασθένειες του πνεύματος σε μια κοινωνία που αρνείται να αρρωστήσει, γιατί ήδη σαπίζει;
https://www.athinorama.gr/theatre/3048874/ipsen-sta-norbigika-tha-parousiasei-i-lena-kitsopoulou/