Ο Στέλιος Παπαπέτρου ήταν το τιμώμενο πρόσωπο της “Βραδιάς Αποφοίτων” και θυμηθήκαμε ένα κείμενο της Λένας Κιτσοπούλου από την έκδοση της Γερμανικής Σχολής “30 χρόνια θέατρο 1980-2010” ευχαριστήριο για τα όσα ο Στέλιος προσέφερε σε όλες και ολους τους ηθοποιούς που “γεννήθηκαν” στο σανίδι της Aula:
Όσοι περάσαμε από τον Θεατρικό Όμιλο της Γ.Σ.Α., έχουμε ένα κοινό χαρακτηριστικό, το οποίο δεν είναι ίσως εμφανές , αλλά βρίσκεται κάτω από το δέρμα μας χαραγμένο, ένα μόνιμο τατουάζ πάνω στην μνήμη, ή στην ψυχή, ή όπως αλλιώς λέγεται αυτή η άβυσσος, το οποίο μέχρι να πεθάνουμε νομίζω, θα εξακολουθεί να προκαλεί την ίδια συγκίνηση, την ίδια ένταση και την ίδια ευτυχία (ναι, μπορώ να το ονομάσω ευτυχία), όποτε κάποια αφορμή, όπως η σημερινή που κάθομαι και γράφω αυτές τις λέξεις, το σκαλίσει. Αυτός ο κοινός λοιπόν τόπος, έχει ένα πολύ απλό και καθημερινό όνομα, ονομάζεται Παρασκευή και είναι εκείνη η Παρασκευή, που κάθε βδομάδα είχαμε θέατρο με τον Στέλιο, εκείνη η σωτήρια ευτυχισμένη Παρασκευή, για την οποία αδημονούσε όλη η εβδομάδα του εφηβικού ανικανοποίητου και της τσαντίλας για τα πάντα, για το σχολείο, για τον εγκλωβισμό, για όλα, γιατί όλα φταίγανε τότε, όλα ήταν αδιέξοδα, όλα θέλανε να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο, τουλάχιστον στην δική μου περίπτωση, οπότε ερχόταν σαν όαση το μεσημέρι της Παρασκευής, όπου έτρεχα προς την AULA να βρω τον Στέλιο και τα ‘’ παιδιά’’ και να παίξουμε θέατρο, να κάνουμε πρόβα, να πούμε τραγούδια, να μιλήσουμε, να ψάξουμε, να γελάσουμε, να διοχετεύσουμε επιτέλους όλη αυτή την συσσωρευμένη ενέργεια και ανάγκη για έκφραση, που δεν μπορούσε πουθενά αλλού να εκτονωθεί, γιατί τελικά τους ρόλους τους παίζουμε στην ζωή και όχι στην σκηνή, κι αυτό είναι κάτι που το έμαθα από τον Στέλιο, χωρίς να μου το ‘’ διδάξει’’ ποτέ, το έμαθα από την στάση του κι από τον δικό του τρόπο να υπάρχει μέσα στο θέατρο, με ελευθερία, με πάθος, με αγάπη και πάνω απ’ όλα με θαυμασμό για τον καθένα από μας. Ποτέ ξανά στη ζωή μου δεν ένιωσα τόσο απόλυτα τον εαυτό μου μέσα σε κάτι, τόσο δοσμένο, τόσο πιστό, τόσο λυτρωμένο, τόσο σωσμένο.
Στέλιο, σ’ ευχαριστώ γι αυτό που είμαι σήμερα. Όλο το χρόνο πρόβες για την παράσταση, ο καθένας από μας έδινε το μάξιμουμ των δυνατοτήτων του, χωρίς ίχνος εγωισμού, χωρίς να σε νοιάζει αν έχεις μικρό ρόλο ή μεγάλο, αρκούσε μόνο να είσαι μέρος αυτής της ομάδας, μέρος της κοινής επιθυμίας, η προετοιμασία, πρώτη φορά τραγούδησα τραγούδια του Χατζηδάκι, στο Απόψε Αυτοσχεδιάζουμε, γράψαμε όλοι μαζί την επιθεώρηση του ’88, κάναμε την μουσική επιμέλεια τα απογεύματα, κουβέντες, γέλια, αληθινή δημιουργία, ισότιμη, πλησίαζε η πρεμιέρα και ζωγραφίζαμε την αφίσα, τρέχαμε πάνω κάτω, μια κιθάρα πάντα ήταν παρούσα για τις δύσκολες ώρες, στο καμαράκι των ηλεκτρολόγων τραγουδούσαμε Σαββόπουλο και καπνίζαμε ( αυτό δεν ξέρω αν το ξέρεις), η αγωνία της πρεμιέρας, το άγχος και μετά το χειροκρότημα, οι αγκαλιές, τα ουρλιαχτά από ευτυχία και η στενοχώρια που κάθε χρόνο έπρεπε κάποιους να αποχωριστούμε, μέχρι που ήρθε και η δική μου ώρα στην τρίτη Λυκείου με τους Όρνιθες. Έχω κλάψει πολλές φορές στην αγκαλιά σου, σού ’χω τραγουδήσει πολλές φορές Αλεξίου, έχουμε πιει πολλά κρασιά και στα καμαρίνια και στην αυλή του σπιτιού σου, γίναμε οικογένεια μαζί με την δική σου οικογένεια, έβαλες πολύ φως μέσα στην εφηβική μου μαυρίλα και δεν ξεχνάω ποτέ την κατάληξη όλων των παραστάσεων, το πατροπαράδοτο γλέντι με γέλιο και κλάμα να εναλλάσσονται μέχρι τελικής πτώσεως κι εσύ πάντα να είσαι ο πιο έφηβος απ’ όλους μας.
Έχω ακόμα μια φωτογραφία μας που συζητάμε οι δυο μας στην πενταήμερη και έχω την αίσθηση ότι την ώρα εκείνη που έχει τραβηχτεί αυτή η φωτογραφία σού έχω εξομολογηθεί όλη μου τη ζωή και όλα μου τα όνειρα και μετά από 20 τόσα χρόνια μπορώ να σου πω ότι τα περισσότερα πραγματοποιήθηκαν, έγινα ηθοποιός, έπαιξα εκεί που ήθελα, έγραψα, τραγούδησα, και τελευταία άρχισα να μπορώ να κάνω και δικές μου παραστάσεις και δικά μου έργα.
Πάνω απ’ όλα αυτά όμως, το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο επίτευγμά μου, που κατά πολύ το οφείλω σε σένα, είναι ότι έμαθα να ακολουθώ μόνο αυτό που αγαπάω, μόνο αυτό που λέει η καρδιά μου, να αποζητώ δηλαδή πάντα στη ζωή μου μία «Παρασκευή» σαν κι εκείνες τότε, να προσπαθώ πάντα να τρέχω προς τα κάπου με λαχτάρα, όπως έτρεχα τότε προς την AULA. Σ’ ευχαριστώ. Δεν ξέρω αν με βλέπεις, εγώ πάντως αυτή τη στιγμή ακόμα κάθομαι στην αυλή του σπιτιού σου, έχει βραδιάσει, γύρω γύρω στο τραπέζι κάθονται κι οι άλλοι, η Τζάνετ, η Χριστίνα, ο Βασίλης, ο Παναγιώτης, η Ελευθερία, η Φωτεινή, η Ναταλία, και άλλοι, πολλοί ακόμα, παίρνω ξανά την κιθάρα στα χέρια μου, πίνω πρώτα μια γουλιά από το θαυματουργό κρασί σου και σου αφιερώνω: «Όλα σε θυμίζουν, απλά κι αγαπημένα……..»