Βασίλης Κουκαλάνι στο «Κ»: Ποιος είναι αυτός; Πού τον βρήκατε;

Ο Βασίλης Κουκαλάνι έδωσε μία συνέντευξη στην Μαρία Αθανασίου, που δημοσιεύτηκε στο περιδικό “Κ” της “Καθημερινής” στις 7.5.2025:

Στα 14 του, μαθητής στη Γερμανική Σχολή της Αθήνας, ένας καθηγητής του τον προέτρεψε να συμμετάσχει στη θεατρική ομάδα που ανέβαζε τους Όρνιθες του Αριστοφάνη. Ήταν μια εμπειρία που άλλαξε για πάντα τη ζωή του Βασίλη Κουκαλάνι.

«Εγώ πήγα απλώς να δω. Εκεί που ήμουν μεταξύ Led Zeppelin, παπάκι και τσιγάρο στα κρυφά έξω από το σχολείο, μπήκα σε μια συνθήκη που, ναι, με άλλαξε. Για πάντα. Έγινε ένας χαμός με την παράσταση και, όταν πια τελείωσε, έξι μήνες μετά, δεν ήμουν ο ίδιος που ήμουν τον Σεπτέμβριο που πήγα. Σίγουρα μου άρεσε και το χειροκρότημα, η προσοχή, το ότι έκανα 200 άτομα να γελάνε. Αλλά και να είμαι με ένα κείμενο στο χέρι και να παίζω μαζί με κάποιον, να δοκιμάζω».

Ήταν στην Ελλάδα μόλις τέσσερα χρόνια. Γεννημένος στην Κολωνία, από Ιρανό πατέρα και Ελληνίδα μητέρα, μετανάστευσε στα έξι του με την οικογένειά του στην Τεχεράνη, από όπου αναγκάστηκαν να φύγουν εσπευσμένα, πρώτα ο ίδιος με τη μητέρα του και μετά ο πατέρας του, κυνηγημένος από το καθεστώς, μέσω Τουρκίας. Έζησε στην Αθήνα μέχρι τα 19, τα πιο σημαντικά χρόνια του, όπως τα χαρακτηρίζει, αυτά που τον διαμόρφωσαν, που όρισαν τα ενδιαφέροντα, τις κλίσεις, όσα αγαπάει και παθιάζεται μαζί τους. Όπως την υποκριτική. Σπούδασε αρχικά στο Βερολίνο και στη συνέχεια στη Νέα Υόρκη, στην American Academy of Dramatic Arts. «Μου έδωσαν περισσότερα από όσα περίμενα», λέει. «Πήγα πιστεύοντας ότι θα περάσω καλά, ότι όσα μάθω θα τα χρησιμοποιήσω προς όφελός μου. Εκεί όμως έμαθα μια ολόκληρη ζωή. Ότι για τρία χρόνια έπρεπε να αφοσιωθώ εκατό τοις εκατό, να βλέπω την πραγματικότητα μέσα από το παγκόσμιο θέατρο, το κλασικό, το μοντέρνο, το αβανγκάρντ. Ζούσαμε συναρπαστικά. Και τότε άρχισα να σκέφτομαι: “Δηλαδή κάποια μέρα θα με πληρώνουν κιόλας για να κάνω αυτό;”. Δεν άργησα να καταλάβω ότι η απάντηση ήταν ξεκάθαρα όχι», λέει και γελάει. «Γιατί, όταν αποφοίτησα, μου είπαν ότι έπρεπε πια να αρχίσω να πουλάω τον εαυτό μου. Και τότε άρχισε το “μήπως είμαι πολύ κοντός για τους Αμερικανούς; Μήπως είμαι πολύ μαύρος ή πολύ χοντρός;”. Και εκεί ξεκινά ένα πράγμα το οποίο είναι και άδικο, και δεν έχει σχέση με την τέχνη».

Είναι ευχάριστος συζητητής ο Βασίλης Κουκαλάνι. Ευθύς, γελαστός, με διάθεση να μοιραστεί, σκέφτεται τις απαντήσεις του, αλλά δεν αυτολογοκρίνεται – του ξεφεύγουν και μερικές ήπιες βρισιές που δεν θα διαβάσετε εδώ.

Γελάει, αυτοσαρκάζεται. Θυμάται την Αμερική. «Αν δεν τα καταφέρεις, είσαι λούζερ, ενώ εδώ είναι διαφορετικά, θα πας να κλαυτείς στον περιπτερά, στον φαρμακοποιό, θα βρίσεις τα υπουργεία». Δεν φαίνεται τέτοιος τύπος ο ίδιος. Άλλωστε, δεν θα μπορούσε ποτέ να χαρακτηριστεί λούζερ τελικά, καθώς στα χρόνια που ακολούθησαν πρόσθεσε στο βιογραφικό του συνεργασίες με σημαντικούς Έλληνες και ξένους σκηνοθέτες και δημιουργούς, όπως ο Λευτέρης Βογιατζής, ο Ανατόλι Βασίλιεφ («Αυτό ήταν μεγάλο σχολείο, ως ηθοποιός υπάρχω πριν και μετά από αυτή την εμπειρία. Όταν ξανασυναντιόμαστε όσοι συνεργαστήκαμε μαζί του, είναι σαν να έχουμε πολεμήσει μαζί στο μέτωπο»), ο Στάθης Λιβαθινός, η Κατερίνα Ευαγγελάτου, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο Παντελής Βούλγαρης, ο Σωτήρης Γκορίτσας και συμμετοχές σε παραγωγές όπως οι ταινίες Red Rose, Tripoli Cancelled και οι σειρές Η ζωή εν τάφω, Tehran και, πιο πρόσφατα, Kabul.

Τελικά, δεν «πουλήσατε» τον εαυτό σας για μια μεγάλη καριέρα στη βιομηχανία του θεάματος;

Ήμουν σε μια εταιρεία παραγωγής για λίγο. Αν έχεις δει ένα βιντεοκλίπ της Μπιόρκ που είναι πάνω σε ένα φορτηγάκι στο Μανχάταν… εγώ κουβαλούσα τα καλώδια στα γυρίσματα. Και στην ταινία To Wong Foo με τον Πάτρικ Σουέιζι και τον Γουέσλι Σνάιπς, σε μια στιγμή που η κάμερα δείχνει ανθρώπους από ψηλά, είμαι ένας από αυτούς.

Γιατί επιστρέψατε στην Ελλάδα;

Είχα γίνει δεκτός στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, στη Σχολή Τεχνών Tisch, αλλά δεν την παρακολούθησα ποτέ, γιατί επέστρεψα στην Αθήνα για να ανανεώσω την αναβολή μου, ξέσπασε η κρίση των Ιμίων και πήγα τελικά φαντάρος.

Πότε ξεκινήσατε να ψάχνετε για δουλειά ως ηθοποιός;

Το 2001 απλώς βγήκα και διεκδικούσα να δουλέψω. Και δούλευα στα πάντα. Και η αλήθεια είναι ότι τα έδινα όλα. Έχω δουλέψει σε πάρα πολλές παιδικές σκηνές, από το 2001 μέχρι σχεδόν και το 2007. Με αυτή τη συνέπεια άρχισε να με μαθαίνει ο χώρος και έπειτα είχα και ένα τυχερό. Το τυχερό μου ήταν η ηθοποιός και σεναριογράφος Χρύσα Σπηλιώτη. Μου έδωσε να παίξω το Φωτιά και νερό και έγινε πανζουρλισμός. “Ποιος είναι αυτός, πού τον βρήκατε;”, έρχονταν στο καμαρίνι μου όλοι οι συνάδελφοι που ήξερα από την τηλεόραση, ο Λευτέρης Βογιαζής, η Μιμή Ντενίση. Αλλά και ο Νικοπολίδης, ο Νταμπίζας, γιατί με αυτούς ψαρώνω εγώ στην πραγματικότητα· μη δω Ολυμπιονίκη και ποδοσφαιριστή.

Γιατί ξεκινήσατε από το παιδικό;

Χρειαζόμουν μεροκάματο και το μόνο που σίγουρα πλήρωνε ήταν το παιδικό. Μετά την παράσταση, περνούσες από το ταμείο και πληρωνόσουν.

Τελικά συνδέσατε το όνομά σας με μια ομάδα νεανικού θεάτρου, τη Συντεχνία του Γέλιου, που καθιερώθηκε στα θεατρικά δρώμενα με παραστάσεις που ακόμα συζητιούνται, όπως Μια γιορτή στου Νουριάν, Είστε και φαίνεστε, Πιο δυνατός και από τον Σούπερμαν.

Η Συντεχνία του Γέλιου βγήκε σε μια εποχή, το 2011, με τα μνημόνια, με τις συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα. Τότε, στην Κάτω Πλατεία έρχονταν πολλοί καλλιτέχνες και γίνονταν πολλές συζητήσεις: εμείς τι κάνουμε, πώς θα πάρουμε θέση, ποιος μας ακούει. Και μέσα από αυτές τις συζητήσεις ο μόνος τρόπος που σκέφτηκα ότι μπορούμε να γίνουμε λίγο ενοχλητικοί και παρεμβατικοί ήταν η Συντεχνία του Γέλιου, που, όπως και το θέατρο GRIPS του Βερολίνου, κάνει αυτό που λέμε αντιαυταρχικό, χειραφετικό θέατρο για παιδιά και νέους.

Τι σημαίνει αυτό;

Σημαίνει ότι κάνεις ένα θέατρο το οποίο παραδίδει στα παιδιά τον κόσμο, την πραγματικότητα, το μέλλον. Εγώ νομίζω ότι τα μεγάλα μυστήρια που θέλουν να ξεκλειδώσουν τα παιδιά δεν είναι ούτε το σύμπαν, ούτε τα παραμύθια, ούτε οι βασιλείς, ούτε οι νεράιδες, αλλά ερωτήματα όπως «Αυτό το παιδάκι γιατί δεν γελάει ποτέ;», «Αυτό το παιδάκι γιατί έχει μόνο μαμά;», «Γιατί όταν πηγαίνω σπίτι αυτού του φίλου μου, δεν βλέπω κανέναν άλλο άνθρωπο εκεί;». Ρωτάνε και αμφισβητούν από τη φύση τους τα πάντα.

Και νομίζω έχουν και ένα ξάστερο ηθικό σύμπαν, μια αίσθηση δικαιοσύνης. Αυτό το θέατρο είναι μπρεχτικού σκεπτικού, δηλαδή απεικονίζει την πραγματικότητα όπως είναι, με τα κακώς κείμενα, τη σατιρίζει, τη βλέπει από τη ματιά των παιδιών, δείχνει ότι υπάρχει προοπτική να αλλάξει και ότι αυτό μπορεί να γίνει. Και στις ιστορίες μας αυτές γίνεται μια ακαριαία αλλαγή στους ήρωες. Ξεκινούν από κάτι διαφορετικό και μετά έχουν μια τόσο έντονη εμπειρία, π.χ. έναν μικρό καθημερινό θρίαμβο, που τους αλλάζει. Είναι σαν να ερωτεύεσαι και να πηγαίνεις την άλλη μέρα στο σχολείο και να τα βλέπεις όλα διαφορετικά.

Έχετε ζήσει σε Κολωνία, Νέα Υόρκη, Τεχεράνη, Βερολίνο, Αθήνα. Αισθάνεστε πιο πολύ πολίτης του κόσμου ή άπατρις;

Νομίζω πιο πολύ πολίτης του κόσμου. Νιώθω σπίτι μου στην Αθήνα, αλλά και στο Βερολίνο νιώθω ασφαλής, νιώθω σπίτι. Στο Ιράν δεν πηγαίνω πια, δεν το ρισκάρω.

Η τελευταία μεγάλη παραγωγή στην οποία συμμετέχετε είναι η σειρά Κabul, που εκτυλίσσεται στο Αφγανιστάν, στον ρόλο ενός ανθρώπου που αναγκάζεται να ξεριζωθεί από τον τόπο του.

Ναι, είναι μια εξαιρετική παραγωγή. Θυμάμαι, όταν συναντήθηκα για πρώτη φορά με τη σκηνοθέτιδα, μιλούσαμε για ώρες για το τι σημαίνει να είσαι πρόσφυγας ή εξόριστος. Όπως έλεγε ο φίλος του πατέρα μου, συγγραφέας Μεχντί Τεχρανί, είναι σαν ένα μωρό που έχει βραχεί στο νερό και μετά το φυσά ο άνεμος ασταμάτητα.

Είναι κάτι που έχετε κι εσείς στις αποσκευές σας λόγω των περιπετειών της οικογένειάς σας;

Φυσικά. Σίγουρα παίζω πάντα λιγάκι τον πατέρα μου, ειδικά τώρα που έχω μεγαλώσει κάπως και αναλαμβάνω και ρόλους πατέρα.

Έχετε αισθανθεί ποτέ μετανάστης;

Όχι. Στην Ελλάδα όταν ήρθα, ήξερα ελληνικά, ένιωθα ότι ανήκω εδώ. Και όπου αλλού έζησα κατείχα τη γλώσσα, και αυτό κάνει μεγάλη διαφορά.

Ελληνοϊρανός, γερμανοτραφής: Αυτή η συνύπαρξη διαφορετικών ταυτοτήτων υπήρξε πρόβλημα;

Νομίζω ότι πια έχω μια συμπυκνωμένη ταυτότητα. Όπως λένε οι φίλοι μου, είμαι μια υβριδική φύση και νιώθω ότι δεν μπορώ να εκπροσωπήσω ποτέ έναν τόπο, αλλά την ενδιάμεση απόσταση, τις γέφυρες ανάμεσά τους.

Έχετε καταπιαστεί με πολιτικά και κοινωνικά θέματα στις παραστάσεις σας.

Είναι μεγάλο κομμάτι της ζωής και της τέχνης μου η πολιτική. Όταν ήμουν τεσσάρων, ο πατέρας μου ταξίδεψε στο Ιράν και συνελήφθη και έμεινε στη φυλακή. Ήμουν ένα παιδάκι που είχε την εικόνα του πατέρα του να κάθεται μέσα σε ένα κελί και να τον φυλάνε άνθρωποι με όπλα. Εκφράζω την αντίθεσή μου με πολλούς τρόπους, αλλά η πιο ουσιαστική πολιτική δουλειά μου είναι μέσω της τέχνης.

Έχετε πιο ανάλαφρη πλευρά ή είστε ένας πολύ σοβαρός άνθρωπος;

Νομίζω ότι δεν είμαι καθόλου σοβαρός. Όποιον και να ρωτήσεις, θα σου πει ότι είμαι μεγάλος καραγκιόζης. Μου αρέσει το πείραγμα στην παρέα και φυσικά η οικειότητα. Και είμαι πολύ αγαπησιάρης, εκδηλωτικός, θα χρησιμοποιήσω πολλά επίθετα για να σου πω πόσο σε αγαπώ ή σε θαυμάζω. Γενικά θέλω οι σχέσεις να είναι έτσι· ξέρεις, ειλικρινείς, ανοιχτές και γαργαλιστικές, να σου λέω καλά λόγια κάθε μέρα. Το θεωρώ σημαντικό.

Νομίζω ότι έχετε μια προδιάθεση να συμπαθείτε τους ανθρώπους.

Ενθουσιάζομαι με τους ανθρώπους.

https://www.kathimerini.gr/k/k-magazine/563597950/vasilis-koykalani-sto-k-poios-einai-aytos-poy-ton-vrikate/

Κάντε Εγγραφή στο εβδομαδιαίο Newsletter

* indicates required
Συμπληρώστε το e-mail σας