Ο Μιλτιάδης Καρύδης γεννήθηκε στις 9.5.1923 στο Γκντασκ της Πολωνίας. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Δρέσδη και στη συνέχεια (όταν άρχισαν να συσσωρεύονται απειλητικά τα προμηνύματα του Πολέμου) ήρθε το 1938 οικογενειακώς στην Αθήνα όπου τελείωσε τη Γερμανική Σχολή στην Αραχώβης. Με προτροπή του Μανώλη Καλομοίρη (που τον πήρε υπότροφο στο Εθνικό Ωδείο) σπούδασε πιάνο με την Ήβη Πανά. Παράλληλα έκανε ιδιαίτερα μαθήματα θεωρητικών με τον Θ. Βαβαγιάννη. Το 1942 άφησε την Αθήνα για να συνεχίσει ανώτερες σπουδές στη Μουσική Ακαδημία της Βιέννης κι αυτό γινόταν ώς τον Οκτώβριο του 1944, οπότε αρνήθηκε (μαζί με άλλους Έλληνες φοιτητές) να υπογράψει δήλωση υποστήριξης της «Νέας Τάξης» (που θα επικρατούσε στην Ευρώπη μετά την υποτιθέμενη χιτλερική νίκη), με αποτέλεσμα να αποβληθούν όλοι και να απειληθεί η φυσική τους υπόσταση. Το τέλος του Πολέμου βρήκε τον Έλληνα αρχιμουσικό να φοιτά και πάλι στην Ακαδημία της Βιέννης, από την οποία πήρε δίπλωμα το 1947 έχοντας μαθητεύσει κοντά στους περίφημους Γιόζεφ Μαρξ και Χανς Σβαρόφσκυ (αργότερα, πήρε μαθήματα και από τους Χέρμαν Σέρχεν και Χ. φον Κάραγιαν).
Η επίσημη σταδιοδρομία του ξεκίνησε ήδη από το 1946, όταν εκτελούσε χρέη πιανίστα-εκπαιδευτή στο Θέατρο «in der Josephstadt», όπου με μύριες όσες αντιξοότητες κατάφερε να «ανεβάσει» μεταξύ άλλων, τον «Τσάρεβιτς» του Λέχαρ, το «Σπίτι των 3 κοριτσιών» των Σούμπερτ-Μπερτέ και την «Τραβιάτα». Στη συνέχεια διετέλεσε μόνιμος μαέστρος στις Όπερες του Μπρέγκεντς (1947-48), του Γκρατς (1948-1959), της Κολωνίας (1959-1962), της Βιέννης (Κρατική Όπερα και Volksoper), ενώ από το 1960, ήταν καλλιτεχνικός δ/ντής της Philarmoniα Hungarica (σύμφωνα με απαίτηση των μουσικών της). Παράλληλα, το 1957-59 ήταν διευθυντής της ΣΟ του Ραδιοσταθμού της Βιέννης και από το 1962 ήταν αρχιμουσικός της Κρατικής Όπερας της Βιέννης και τακτικός μαέστρος της ΣΟ του Ραδιοσταθμού της Κοπεγχάγης, έχοντας ήδη διευθύνει ως προσκεκλημένος μαέστρος στο Μόναχο (Κρατική Όπερα), στη Φλωρεντία (Τeatro Comunale), στο Mπουένος Άυρες (Teatro Colon), κ.ο.κ. Έμεινε καλλιτεχνικός δ/ντής και αρχιμουσικός της Philharmonia Hungarica ώς το 1967. Ακολούθησαν οι γενικές διευθύνσεις: της Φιλαρμονικής Εταιρείας του Όσλο (1969-75), της Συμφωνικής Ορχήστρας του Duisburg (1975-81), της Ορχήστρας Tonkuenstler της Βιέννης (1979-85), ενώ στο διάστημα 1962-1966 ήταν μόνιμος αρχιμουσικός στη ΣΟ της Δανικής Ραδιοφωνίας (Κοπεγχάγη). Διηύθυνε πάνω από 120 διαφορετικές ΣΟ και περίπου 100 χορωδίες (σε Ευρώπη, Αμερική και Άπω Ανατολή), παρουσιάζοντας πάνω από 100 Α’ εκτελέσεις (!) έργων σύγχρονων συνθετών. Το 1962 τιμήθηκε με τον γερμανικό τίτλο του Generalmusikdirektor, το 1971, με τον αυστριακό τίτλο του Professor και το 1991 (πράγματι, μόλις το 1991!) βραβεύτηκε και από την Ακαδημία Αθηνών. Επίσης, στην Επέτειο των 100 χρόνων από την γέννησή του Bartok, τιμήθηκε με το μετάλλιο “Bela Bartok”, για την προσφορά του στη διάδοση του έργου του μεγάλου Ούγγρου συνθέτη, ενώ λίγο πριν από τον θάνατό του παρασημοφορήθηκε και από την αυστριακή Κυβέρνηση για τη μεγάλη του μουσική προσφορά. Το 1995 ανέλαβε τη γενική διεύθυνση των μουσικών Συνόλων της ΕΡΤ και του έλαχε ως ύστατος κλήρος να κονταροχτυπηθεί ανάδελφος με τις κάθε λογής αντιξοότητες της ελλ. μουσικής πραγματικότητας. Απεβίωσε την 1η Μαρτίου 1998 από εγκεφαλικό επεισόδιο κατά τη διάρκεια δοκιμών με την ορχήστρα της ΕΡΤ.