Στα έντεκά μου χρόνια είχα ένα μεγάλο όνειρο: Να περάσω τις εισαγωγικές εξετάσεις στη Γερμανική Σχολή. Οι εγκαταστάσεις, κυρίως οι αθλητικές (…αχ αυτή η πισίνα) είχαν αναχθεί στη σφαίρα του μύθου από τον κύκλο των ταλαιπωρημένων παιδιών στο πούλμαν προς τα V Kurse.

Τρεις στους τέσσερις έμειναν απέξω.

Η τελετή της απονομής των απολυτηρίων το 1979 ήταν ίσως η πρώτη ευκαιρία για ένα συνολικότερο απολογισμό των έξι χρόνων στα θρανία της Γερμανικής. Ήταν όμορφα τα χρόνια με συμμαθήτρια την ‘Αβα Μπαμπίλη (γι’ αυτό και παντρευτήκαμε αργότερα), ήταν καλό που με μόνο το Abitur με είχαν δεχτεί στη ναυπηγική σχολή στο Πανεπιστήμιο του Αννόβερου (γλίτωσα έτσι την κούραση της προετοιμασίας, την αγωνία των εξετάσεων και πιθανότατα την απογοήτευση της αποτυχίας στην προσπάθεια για μια θέση στο Μετσόβειο).

Ίσως είναι χαρακτηριστικό ότι εκείνη τη στιγμή τα αρνητικά της φοίτησης στη Γερμανική σε σύγκριση με το γυμνάσιο της γειτονιάς, όπου πήγαν οι περισσότεροι από τους συμμαθητές του Δημοτικού, μου φαίνονταν ασήμαντα: Η Γερμανική δεν είχε γειτονιά, για να συναντήσει κανείς τους φίλους του έπρεπε πολλές φορές να διασχίσει το λεκανοπέδιο. Το εβδομαδιαίο πρόγραμμα είχε πολύ περισσότερες ώρες και ελάχιστα διαλείμματα. Η Γερμανική είχε τη φήμη “αυστηρού” σχολείου. Σίγουρα υπήρχαν και άλλα σημεία που πέρναγαν τότε από το μυαλό μου, αλλά τώρα μου διαφεύγουν.

Αυτό που θυμάμαι όμως εκείνες τις στιγμές που τελείωνε και τελετουργικά η Γερμανική για εμένα, ήταν μια αίσθηση τρυφερότητας απέναντι στα μαθητικά χρόνια, απέναντι σε πολλούς από τους καθηγητές και η υποψία ότι το κέρδος από αυτό το σχολείο δεν οφειλόταν μόνο στα στοιχεία που το αποτελούσαν (τους ανθρώπους, τα μέσα, τα προγράμματα) αλλά σε κάτι γενικότερο. Τότε σκεφτόμουν ότι οφειλόταν σε ένα “γενικότερο κλίμα”.

Από τότε μέχρι σήμερα, κατά καιρούς είμαι σε θέση να εξειδικεύσω αυτό το “κλίμα”, αυτό το κέρδος.

Σχετικά νωρίς συνειδητοποίησα ότι η εισαγωγή σε μια γλώσσα, έτσι όπως τη δίδασκε η Γερμανική (δηλαδή η εισαγωγή σε έναν τρόπο σκέψης, σε έναν πολιτισμό, σε μια ιστορία) ανοίγει καινούριους ορίζοντες. Παράλληλα με τη δίγλωσση οικογένεια, τόσο το σχολείο, όσο και οι σπουδές στη Γερμανία άφησαν επάνω μου μια “γερμανική” σφραγίδα, ενσωματώθηκαν στην ταυτότητά μου και με συνοδεύουν.

Στα πρώτα επαγγελματικά μου χρόνια ως μηχανικός στη ναυτιλιακή “πιάτσα” του Πειραιά, πιστεύω ότι η “γερμανική” μου τοποθέτηση αποτέλεσε πλεονέκτημα.

Πιστεύω ότι απόψεις που εξηγήθηκαν, ερεθίσματα και αρχές προβληματισμών που προσφέρθηκαν, αμφιβολίες που σπάρθηκαν στα γυμνασιακά χρόνια στη Γερμανική, ήταν σε θέση να λειτουργήσουν σαν βραδυφλεγείς μηχανισμοί. Πολλές φορές μου πέφτει δύσκολο να εξηγήσω σε φίλους και γνωστούς τις μετέπειτα προσωπικές και επαγγελματικές μου επιλογές. Εκτιμώ ότι η εμπλοκή μου “στον ελεύθερό μου χρόνο” στη Διεθνή Αμνηστία, στηρίζεται σε γερά αντιρατσιστικά θεμέλια, στο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στην αίσθηση για το πού μπορεί να οδηγήσει η καταπάτησή τους από ολοκληρωτικούς μηχανισμούς ή καθεστώτα.

Η καθημερινή μου δουλειά στην GREENPEACE ως “χαρτογιακάς” για τη διοίκηση και τα οικονομικά του ελληνικού γραφείου, και όποτε χρειάζεται ως ακτιβιστής στις δυναμικές ενέργειες που οργανώνουμε, σίγουρα αντλεί δύναμη από την αίσθηση της σοβαρότητας και του επείγοντος που έχουν προσλάβει τα θέματα της καταστροφής του περιβάλλοντος. Ψάχνοντας για την αρχή των χρόνων που με οδήγησαν σε αυτή την “ιδιόμορφη” σταδιοδρομία, δε βρίσκω εύκολα απλές απαντήσεις. Διατηρώ όμως ακόμα μια τρυφερή αίσθηση γι’ αυτό το “γενικότερο κλίμα” της Γερμανικής της εποχής μου.

Εύχομαι οι ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις, τις οποίες καλούνται να ικανοποιήσουν οι σημερινοί μαθητές, να συμβαδίζουν ισόρροπα με τις ικανότητες προσαρμογής τους σε εντονότερους ρυθμούς στη μαθητική καθημερινότητα, ώστε να μπορούν να είναι δεκτικοί σε μηνύματα που ξεπερνούν τις ανάγκες της εξειδίκευσης και του αυστηρού επαγγελματικού προσανατολισμού. Εύχομαι και η Γερμανική Σχολή να συνεχίσει να τους προσφέρει εναλλακτικούς “βραδυφλεγείς μηχανισμούς”.

Κώστας Δόμβρος

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένα κοριτσάκι, που μάθαινε Γερμανικά, για να μπορέσει να πάει σε ένα καλό σχολείο. Τα χρόνια περνούσαν και, όταν το κοριτσάκι πήγαινε πια στην τρίτη τάξη του Δημοτικού άρχισε να βαριέται τα Γερμανικά και προτιμούσε να μάθει να παίζει πιάνο. Όμως οι γονείς της αντιδρούσαν και η δασκάλα της, αν και πολύ στενοχωρημένη, συνέχισε να της κάνει μάθημα. Το κοριτσάκι όμως δεν ενδιαφερόταν καθόλου, εξάλλου σε τι θα της χρησίμευαν τα Γερμανικά; Τον επόμενο χρόνο συνέβη κάτι σημαδιακό: το κοριτσάκι πήγε με τη μαμά του να πάρουν από το σχολείο το μεγάλο αδερφό. Ο αδερφός της μικρής πήγαινε πια στο Γυμνάσιο, ήταν πραγματικά πολύ μεγάλος. Το κοριτσάκι θαμπώθηκε! Συνηθισμένο στο – όχι και τόσο – προσεγμένο Δημόσιο της γειτονιάς τα’ χασε με τα γυαλισμένα μάρμαρα, το μεγάλο προαύλιο και … την πισίνα! Αποφάσισε λοιπόν να πάει και η ίδια στο σχολείο αυτό και γι· αυτό άρχισε να διαβάζει πάλι με ιδιαίτερο ζήλο για το μάθημα των Γερμανικών, καταπλήσσοντας όλη την οικογένεια.

Δυόμισι χρόνια μετά, ντυμένη με τη μπλε φούστα και το γαλάζιο πουκάμισο, κοίταζε χαμένη γύρω – γύρω τις παράξενες φυσιογνωμίες στο μεγάλο προαύλιο του όμορφου σχολείου με τα γυαλισμένα μάρμαρα και την … πισίνα. Τα χρόνια περνούσαν, η στολή είχε καταργηθεί και τα παιδιά πήγαιναν πια σχολείο μόνο πέντε μέρες την εβδομάδα. Το κοριτσάκι μεγάλωνε και μπορεί να μην ήταν το πιο ήσυχο πλάσμα της τάξης, όμως το σχολείο το αγαπούσε ακόμα πολύ και τα πρωινά ξυπνούσε με κέφι, για να πάει σ· αυτό.

Έτσι πέρασαν τα έξι σχολικά χρόνια, το κοριτσάκι πήγε στην τελετή αποφοίτησης, αποχαιρέτισε τους φίλους, τους δασκάλους, το μεγάλο προαύλιο και ξεκίνησε κάτι καινούριο. Πανεπιστήμιο, νέες παρέες, το σχολείο πια μια μακρινή, γλυκιά ανάμνηση και μόνο μια σύντομη επίσκεψη στα παλιά λημέρια σε τέσσερα ολόκληρα χρόνια.

Έτσι τέλειωσε και το Πανεπιστήμιο, πήγε πάλι σε τελετή αποφοίτησης, θυμήθηκε εκείνη του σχολείου και νοστάλγησε. Μετά νέα ζωή πάλι! Με τις βαλίτσες, τα αγαπημένα βιβλία και τη μουσική της πήγε στη Γερμανία. Φαίνεται το κοριτσάκι είχε μια μανία με τα θρανία και δεν έλεγε να τ’ αποχωριστεί. Μάλλον όμως τα θρανία του σχολείου της την τραβούσαν περισσότερο, γιατί δύο χρόνια μετά – και χωρίς να προλάβει να πάει σε τρίτη τελετή αποφοίτησης – το κοριτσάκι επέστρεψε πάλι σ’ αυτά, για να διδάξει όμως τούτη τη φορά. Να διδάξει και να διδαχτεί … Να βρεθεί στις ίδιες τάξεις και στους ίδιους χώρους, συνάδελφος πια με τους παλιούς δασκάλους.

Τέσσερα χρόνια μετά το κοριτσάκι ετοιμάζεται να συναντήσει τους παλιούς συμμαθητές, για να γιορτάσουν τα δεκάχρονα της αποφοίτησής τους. Να μιλήσουν για τις στιγμές που έζησαν στο όμορφο κτίριο με τα γυαλισμένα μάρμαρα, το μεγάλο προαύλιο και τη … στεγασμένη πλέον πισίνα. Να αναπολήσουν τις ώρες που έζησαν σ· αυτά τα θρανία, που τελικά το κοριτσάκι δεν εγκατέλειψε ποτέ. Για να ζήσουν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα…

Αγγελική Κανελλακοπούλου

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Πέρασαν τριάντα ένα χρόνια από την εποχή που για τελευταία φορά διάβηκα την πόρτα της Deutsche Schule Athen – Doerpfeld Gymnasium.

Τριάντα ένα χρόνια γεμάτα, όπως για τον καθένα μας, από κάθε είδους συναισθήματα και εμπειρίες.

Δεν θέλω να μπω σε λεπτομερή εξιστόρηση της μέχρι σήμερα σταδιοδρομίας μου και γενικότερα της ζωής μου. Εξάλλου θα ήταν βαρετό να διαβάζει κανείς το ότι πήγα στο Πανεπιστήμιο, το ότι έκανα μεταπτυχιακές σπουδές, το πού, πώς και από πότε μέχρι πότε εργάσθηκα.

Θα ξεκινήσω λέγοντας ότι πάντα ήθελα να εκφράζομαι ελεύθερα και επιθυμία μου ήταν και είναι να συμβάλλω στη σωστή ενημέρωση και διαμόρφωση της κοινής γνώμης, πιστεύοντας ακράδαντα ότι μόνο με πολίτες ενημερωμένους χωρίς πάθος και υπερβολές, με πολίτες που συμμετέχουν έμμεσα ή άμεσα σε έναν υγιή και μεστό δημόσιο διάλογο και μια αντικειμενική ανταλλαγή απόψεων, μπορεί να βελτιωθεί και ενισχυθεί η λειτουργία ενός δημοκρατικού πολιτεύματος.

‘Αρχισα τη σταδιοδρομία μου από το Δημόσιο, συμβασιούχος του Υπουργείου Εξωτερικών και μετέπειτα της Γ.Γ. Τύπου και Πληροφοριών. Στο τέλος του 1981 τοποθετήθηκα στο Στρασβούργο, στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Στο τέλος του 1982 παραιτήθηκα από το Ελληνικό Δημόσιο και άρχισα να δημοσιογραφώ, καταλήγοντας ανταποκρτής στις Βρυξέλλες. Συγχρόνως ασχολήθηκα και με τα κοινά, διατελέσας Πρόεδρος της Ένωσης Ανταποκριτών Ξένου Τύπου στο Βέλγιο επί μία πενταετία.

Στα τέλη του 1994 μού έγινε πρόταση να γίνω μέλος της Υπηρεσίας Εκπροσώπου Τύπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ως μέλος της Επιτροπής αυτής ανέλαβα υπέυθυνος για την Ενέργεια, τις Μικρο-Μεσαίες Επιχειρήσεις, τον Τουρισμό και την Κοινωνική Οικονομία (χαρτοφυλάκιο του Έλληνα Επιτρόπου Χ.Παπουτσή) και συνυπεύθυνος για την Πολιτική του Περιβάλλοντος (χαρτοφυλάκιο της Δανέζας Επιτρόπου Μπιέρρεγκαρντ). Η ευθύνη είναι πολύ μεγάλη, αλλά και η πρόκληση ακόμη μεγαλύτερη.

Αφιέρωσα, λοιπόν, την επαγγελματική μου ζωή στον τομέα της “επικοινωνίας” και της σωστής ενημέρωσης και διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, έχοντας ως γνώμονα την πεποίθησή μου που ανέφερα στην αρχή. Εξάλλου, πιστεύω ακράδαντα, ότι η δημοσιογραφία δεν είναι μόνο επάγγελμα, αλλά είναι, και πρέπει να είναι, και λειτούργημα.

Έτσι η μεγάλη μου πικρία είναι να βλέπω τον κατήφορο που έχει πάρει η δημοσιογραφία στην Ελλάδα και οι κάποιες εξαιρέσεις να αποτελούν την επιβεβαίωση του κανόνα. Αγωνίζομαι εδώ και αρκετό καιρό για τη βελτίωση αυτής της τελματώδους κατάστασης. Και θα εξακολουθήσω να αγωνίζομαι, ελπίζοντας ότι οι προσπάθειες, που δεν είναι μόνο δικές μου αλλά και άλλων συναδέλφων δημοσιογράφων θα καρποφορήσουν σύντομα.

Μετά τη λήξη της “παρένθεσης” θα επιστρέψω στην Ελλάδα. Και πιστεύω ότι τα πράγματα θα έχουν αλλάξει στον χώρο του τύπου, ιδίως του ηλεκτρονικού, οπότε θα υπάρχει η δυνατότητα υλοποίησης των σχεδίων μου.

Ρίχνοντας μια ματιά προς τα πίσω αναρωτιέμαι εάν πράγματι μπόρεσα να υλοποιήσω, τουλάχιστο μέχρι στιγμής, τα διάφορα όνειρά μου. Τα όνειρα, με τα οποία όλοι μας ξεκινούμε τη ζωή, γεμάτοι ενθουσιασμό, μετά τα σχολικά και πανεπιστημιακά χρόνια. Και εάν πράγματι δεν υλοποίησα κάποια απ’ αυτά τα όνειρα, μήπως φταίει η υπερβολική αισιοδοξία και η υπέρμετρη αυτοπεποίθηση των νεανικών χρόνων; ‘Oπως κι αν έχουν τα πράγματα, γεγονός είναι ότι η ζωή είναι χωρισμένη ανάμεσα στα όνειρα και στην πραγματικότητα, η οποία σε υποχρεώνει, ορισμένες φορές, να εγκαταλείψεις ή να τροποποιήσεις κάποια από τα σχέδιά σου. Πάνω απ’ όλα, όμως, εκείνο που μετράει είναι να παραμένεις σταθερός στις αξίες που πιστεύεις και με τις οποίες γαλουχήθηκες, να παραμένεις σταθερός στην πορεία που χάραξες, να ξέρεις να χάνεις αλλά, πράγμα που είναι και σημαντικότερο, να ξέρεις και να κερδίζεις, έτσι ώστε να μπορείς να πεις στο τέλος “τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι”.

Ρίχνοντας, λοιπόν, μια ματιά προς τα πίσω δεν μπορώ να πω ότι δεν είμαι ικανοποιημένος με όσα μέχρι σήμερα προσέφερα, έκανα και κατόρθωσα. Ναι, ομολογώ ότι θα μπορούσαν να είναι, ίσως, περισσότερα. Αλλά, δε με πήραν δα και τα χρόνια. ‘Eχω ακόμη καιρό μπροστά μου, κι έχω όρεξη να δουλέψω και να προσφέρω κι άλλο. ‘Αλλωστε, τι είδους απόφοιτος της Deutsche Schule Athen θα ήμουν, εάν δεν σκεπτόμουν και αισθανόμουν έτσι;;;

Κωστής Βέρρος

Εκπρόσωπος Τύπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Παρόλο που όσο περνούν τα χρόνια η μνήμη εξασθενεί, είναι δύσκολο να ξεφύγει κανείς απ· την πρόκληση να θυμηθεί στιγμές από τα αναμφισβήτητα ωραιότερα χρόνια της ζωής του. Πολλοί λένε ότι τα χρόνια αυτά είναι και “ανέμελα”, πράγμα που προσωπικά δεν πιστεύω, μια και σ· αυτήν ακριβώς την περίοδο της ζωής μας και παρόλη τη σχετική ανωριμότητά μας πρέπει να χαράξουμε την πορεία μας για το μέλλον, αλλά και να διαμορφώσουμε την κοσμοθεωρητική τοποθέτησή μας.(…)

Και τώρα μερικά ανάκατα και πρόχειρα “ψήγματα” θύμισης από τα προπολεμικά αλλά και τα πρώτα “κατοχικά” χρόνια του σχολειού μας:

Καταρχάς ήταν ωραία η θέση του σχολειού μας στη γωνιά Σίνα και Αραχώβης, απέναντι απ· το δασάκι του Αγίου Νικολάου στους πρόποδες του Λυκαβητού και ακόμη ωραιότερα τα για την εποχή εκείνη “τεράστια” συρτά παράθυρα, που άφηναν ελεύθερο το φως και τον αέρα – τότε δεν είχαμε καυσαέρια – να μπαίνουν στις τάξεις. Ακόμη ωραιότερη ήταν η πάνω από εθνικότητες φιλική νεανική παρέα μας των χρόνων εκείνων, που άρχισαν με την Quarta προπολεμικά (το 1938) και τέλειωσαν με την Oberprima μέσα στον πόλεμο και τη σκληρή κατοχή (το 1944).

Ο Τάκης, η Gustel, ο Χάρης, η Siglinde από τη μια (τη Β) όχθη, ο Ζιζής, οι Μαρίες, ο Νίκος και ένα σωρό άλλα εξαίρετα παιδιά από την άλλη (την Α) όχθη, “μπερδεύονταν” στα διαλείμματα, αλλά και συναντιόντουσαν σε χαρούμενα πάρτι σε σπίτια και ταράτσες, σε κοινές εκδρομές και σε αθλητικά παιχνίδια.

Οι δάσκαλοι, ‘Ελληνες και Γερμανοί (ο διευθυντής κ. Romain, ο κ. Μπόνης, η κα Αναστασιάδου, ο κ. Δημάρατος, ο κ. Kuhlmann και ένα σωρό άλλοι) με φανερό ενδόμυχο στόχο να κερδίσουν την εκτίμηση αλλά και την αγάπη μας, πάσχιζαν να μας πλησιάσουν και να μας μεταδώσουν τις γνώσεις τους.

Δεν ξέρω αν εμείς – τα τρελόπαιδα της εποχής μας – είχαμε εκτιμήσει όσο έπρεπε τις προσπάθειες ό λ ω ν των δασκάλων μας και χωρίς να το θέλουμε ξεπερνούσαμε τα όρια της ευπρέπειας και της τάξης.(…)

Θυμάμαι ότι προσπαθούσαμε να βρούμε τρόπους να συναντηθούμε, κορίτσια και αγόρια, σε ουδέτερο, εκτός σχολής και εποπτείας χώρο, εκμεταλλευόμενοι καμμιά ελεύθερη μεταξύ μαθημάτων ώρα ή εν ανάγκη και “σκασιαρχείο”. Από τα καλύτερα γι’ αυτό το σκοπό καταφύγια αποδείχτηκε το δασάκι του Αγίου Νικολάου, όπου γινόταν τακτικά το “προοδευτικό”, λόγω επιπτώσεων, παιχνίδι της μπουκάλας.

‘Απειρες είναι οι εικόνες που μου Τρχονται στο νου απ’ την ωραία αυτή νεανική μας εποχή, που σίγουρα όμως θα Τναι ακαταλαβίστικες για τους χιλιάδες “διαδόχους” μας στα ίδια θρανία. Σ’ αυτούς εύχομαι μ’ όλη μου την καρδιά να βρουν τον τρόπο να δ ι α τ η ρ ή σ ο υ ν και ν’ α ξ ι ο π ο ι ή σ ο υ ν τις καλές και φιλικές σχέσεις τους μακριά από οιεσδήποτε “ρατσιστικές” επιφυλάξεις και με γνώμονα το γεγονός ότι η καλή συνεργασία μπορεί να γίνει και αφορμή δημιουργίας των συνθηκών για έναν καλύτερο κόσμο.

Κώστας Αθανασιάδης

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Στο 8ο Φύλλο της Κυβερνήσεως με ημερομηνία 16/28 Φεβρουαρίου 1834, ένα χρόνο ακριβώς μετά την δημοσίευση του πρώτου φύλλου, δημοσιεύεται στην 2η σελίδα, σε τέσσερα άρθρα, το

Διάταγμα περί της εις Ναύπλιον συστηθησόμενης Γερμανικής σχολής

αναφέροντας στο Άρθρ. 1

Θέλει συστηθή εις Ναύπλιον σχολή δια τους παίδας των εν Ελλάδι Γερμανικών οικογενειών“,

και στο Άρθρ. 3

Διευθυντήν της σχολής διορίζομεν τον εν Μονάχω διδάσκαλον κύριον Βεέγ (Beeg), επί μισθώ 160 Δραχμών κατά μήνα

(περισσότερα…)

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

kanavariotou marianΗ Μαριάνα (με ένα “ν” διότι το όνομά της προέρχεται απο το: Αναστασία) Καναβαριώτου γεννήθηκε στις 29.06.1945 στην Αθήνα, τελείωσε το 34ο Δημοτικό Σχολείο στην οδό Κωλέττη 34, δίπλα στο σπίτι της και αποφοίτησε από τη Σχολή το έτος 1963.

Από τον Σεπτέμβριο του 1963 μέχρι τον Ιούνιο του 1975 εργάσθηκε ως Γραμματέας στη Σχολή και κατόπιν, μετά από εξετάσεις τον Ιούνιο του 1975, προσλήφθηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών απ’ όπου, μετά από 35ετή υπηρεσία, συνταξιοδοτήθηκε τον Ιούλιο του 2010.

Ως υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών υπηρέτησε στην Πρεσβεία Τόκυο Ιαπωνίας, όπου γεννήθηκε και ο γιός της, στην Πρεσβεία Νέο Δελχί Ινδίας, στην Πρεσβεία ΄Αγκυρας Τουρκίας, στο Γενικό Προξείο Στουτγάρδης Γερμανίας και στην Πρεσβεία Βαρσοβίας Πολωνίας.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Γεννήθηκε το 1986 στην Αθήνα.  Αποφοίτησε από τη Γερμανική Σχολή Αθηνών το 2004 και στη συνέχεια φοίτησε δύο χρόνια στο Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών.

Σε νεαρή ηλικία έπαιξε στη μεγάλου μήκους ταινία Στάκαμαν του Αντώνη Καφετζόπουλου (2000) και στη μικρού μήκους Τα Μυστικά της Πόλης της Έλενας Δημητρακοπούλου (2001).

Το 2006 ξεκίνησε τις σπουδές της στη Σχολή Σύγχρονου Χορού R.I.D.C. (Rencontres Internationales de Danse Contemporaine) στο Παρίσι, υπό τη διεύθυνση του Γάλλου χορογράφου Dominique Dupuy, και το 2009 έγινε δεκτή στο ετήσιο πρόγραμμα της Γαλλίδας χορογράφου Maguy Marin “De l’ interprète à l’ Auteur” στο CCN Rillieux-la-Pape στη Λυών. (περισσότερα…)

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

margaritis mitsosΟ Δημήτρης Μαργαρίτης, ο «Μήτσος», που ήταν πανταχού παρών μέσα στη Γερμανική Σχολή, από την είσοδο μέχρι την κάθε γωνιά του προαύλιου, από τους διαδρόμους μέχρι μέχρι το Lehrerzimmer, από το καλωσόρισμα του φθινοπώρου έως την καλοκαιριάτικη αποχαιρετιστήρια γιορτή των τελειοφοίτων.

Η λεπτή φιγούρα του, τον έκανε σχεδόν αόρατο, ήταν αθόρυβος και πάντα ευγενικός και έδινε μονομιάς την εντύπωση ότι νοιαζόταν για όλους και για όλα, κάτι πέρα για πέρα αληθινό, γι’αυτό και τον αγαπούσαν οι μαθητές και οι μαθήτριες.

Ήρθε στη Σχολή το 1958 στην οδό Μετσόβου και συνταξιοδοτήθηκε το 1986 στο Μαρούσι.

Όπως και η Maria Di Lernia ήταν και αυτός ταυτισμένος με την Σχολή, ταυτισμένος με τα παιδιά, ταυτισμένος με τους καθηγητές, που την εποχή εκείνη ξεκινούσαν και αυτοί την περίοδο της μεταπολεμικής Γερμανικής.

Ο Μήτσος απεβίωσε Μεγάλο Σάββατο, στις 17 Απριλίου 1993

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

papapetrou steliosΟ Στέλιος Παπαπέτρου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1948 και αποφοίτησε από τη Σχολή το 1966. Σπούδασε Φυσική στην Αθήνα και Μαθηματικά στο Oldenburg. Δίδαξε τα μαθήματα της ειδικότητάς του στο δημόσιο σχολείο του Papenburg (Niedersachsen) από το 1972 έως το 1980, οπόταν και προσελήφθη στη Γερμανική ως φυσκός και μαθηματικός.

Παράλληλα ίδρυσε το θεατρικό όμιλο της Γερμανικής Σχολής που από το 1980 ανεβάζει παραστάσεις υψηλού επιπέδου με έργα γνωστών Ελλήνων και ξένων συγγραφέων. Έχοντας γαλουχήσει εκατοντάδες νεώτερους αποφοίτους στην τέχνη του θεάτρου, πολλοί από τους οποίους διακρίθηκαν και διακρίνονται στο θέτρο, τον κινηματογράφο ή την τηλεόραση ως ηθοποιοί, σκηνοθέτες κλπ.

Είναι παντρεμένος με την Τζάνετ Χομπς, που ασχολείται με την ενδυματολογική επιμέλεια των παραστάσεων, κι έχουν ένα γιο και μία κόρη , που επίσης συμμετέχει στις παραστάσεις με τη δημιουργία των σκηνικών.

Σχετικά άρθρα:

στην ενότητα Θέατρο – Κινηματογράφος – Χορός: «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε με τον Στέλιο»…

στην ενότητα Εκδηλώσεις / Aula: “Φαύστα”: Μοναδική παράσταση”…

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Κάντε Εγγραφή στο εβδομαδιαίο Newsletter

* indicates required
Συμπληρώστε το e-mail σας