Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο που δημοσιεύτηκε στο liberal.gr για τον Helmut Scheffel, Γερμανό πρόξενο στα χρόνια του Πολέμου μας έδωσε τροφή για έρευνα και έτσι εντοπίσαμε ένα άρθρο τουΑν. Καθηγητή Λαογραφίας Παν/μίου Θεσσαλίας Δρ. Δημητρίου Μπενέκου με τίτλο “Εις μνήμην του φιλέλληνα Προξένου στον Βόλο Έλμουτ Σέφελ”, που δημοσιεύτηκε το 2016:
Πέρασαν 52 χρόνια από την ημέρα που ο Γερμανός πρόξενος στη Θεσσαλία με έδρα τον Βόλο, Έλμουτ Σέφελ, διάβηκε το κατώφλι της αιωνιότητας και από εκεί στην Ιστορία. Πέρασαν 52 χρόνια από τότε που οι καμπάνες της ορθόδοξης Μητρόπολης του Αγίου Νικολάου Βόλου ηχούσαν πένθιμα, στέλνοντας το ύστατο χαίρε στον Γερμανό ευαγγελικό Σέφελ.
Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος στον οποίο ο Δήμος του Βόλου χάρισε το όνομα σε ένα δρόμο της πόλης, την «οδό Σέφελ» και όταν το μάτι μας αναπαύεται στον καταπράσινο με το μοναδικό πυκνό πευκόδασος λόφο «Πευκάκια», απέναντι από το λιμάνι του Βόλου, συνειρμικά συνδέουμε τα «Πευκάκια» με το όνομα του Σέφελ; Θυμούμαστε ακόμη τον άνθρωπο, που, σ’ όλη την περίοδο του Β΄ παγκοσμίου πολέμου και της Κατοχής, το όνομά του ήταν συνώνυμο με τον «σωτήρα», τον «ευεργέτη» και την «ελπίδα ζωής»;
Ας γυρίσουμε τον τροχό της Ιστορίας πίσω στο 1905. Στον Βόλο εγκαθίσταται ένας νεαρός από τη Σαξονία, ο Έλμουτ Σέφελ, με σκοπό να ασχοληθεί με το εισαγωγικό εμπόριο αγροτικών μηχανών. Μέχρι το 1916 διευρύνει διαρκώς τον κύκλο δραστηριοτήτων των επιχειρήσεών του και καθίσταται σημαντικός οικονομικός παράγοντας της περιοχής. Ως επιβράβευση τούτου διορίζεται εκπρόσωπος του Γερμανικού προξενείου στον Βόλο.
Με την εμπλοκή της Ελλάδας στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο απελαύνεται από την χώρα και παραμένει στη Γερμανία μέχρι το 1920. Η μοίρα το έφερε και στην πατρίδα του, στο Γκαίρλιτς της Σαξονίας, εγκαταστάθηκε για το διάστημα 1916-1919 το Δ΄ Ελληνικό Σώμα Στρατού από τη Μακεδονία με σχεδόν 6.500 άνδρες ως «φιλοξενούμενοι της αυτοκρατορικής κυβέρνησης για τη διάρκεια του πολέμου». Ο Σέφελ γνωρίζεται εκεί με πολλούς έλληνες στρατιώτες (αρκετοί κατάγονταν από τη Μαγνησία και τη λοιπή Θεσσαλία), τους οποίους μαζί με άλλους γερμανούς επιστήμονες δίδαξε εθελοντικά Γερμανικά, ενώ ταυτόχρονα ανάλαβε καθήκοντα διερμηνέα ανάμεσα στις γερμανικές Αρχές και την ελληνική στρατιωτική Δύναμη. Το 1920 επιστρέφει στην Ελλάδα και έκτοτε δεν εγκαταλείπει τον Βόλο μέχρι τον θάνατό του, στις 11.05.1964.
Το 1923 διορίζεται εκ νέου πρόξενος της Γερμανίας, αξίωμα που διατήρησε μέχρι το τέλος της ζωής του, εξαιρουμένων των ετών μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, όταν είχαν διακοπεί οι διπλωματικές σχέσεις της Ελλάδας με τη μεταπολεμική Γερμανία.
Ο Έλμουτ Σέφελ ήταν εργατικότατος, ανιδιοτελής, φιλάνθρωπος, αλτρουιστής και φλογερός φιλέλληνας. Όπως, μάλιστα, τόνισε ο νυν επίτιμος πρόξενος της Γερμανίας στη Θεσσαλία κ. Γεώργιος Παπαρρίζος «ο Σέφελ υπήρξε ένα άτομο που χαρακτηριζόταν για την ελληνομάθειά του και την ιδιαίτερη αγάπη για την Ελλάδα και ο οποίος έζησε, συμμετείχε και έδρασε σε όλα τα μεγάλα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη Ιστορία της Ελλάδας από το Γκαίρλιτς μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο». Η απεριόριστη αγάπη που έτρεφε για την «δεύτερη» πατρίδα του, τον Βόλο, τον ανέδειξε σε εθνικό σωτήρα σ’ όλη τη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου και ιδιαίτερα στα δύσκολα χρόνια 1941-1944, όταν η Ελλάδα βρέθηκε κάτω από την ιταλική και στη συνέχεια γερμανική Κατοχή.
Ο υπέρμετρος φιλελληνισμός του ήταν γνωστός στους γερμανικούς διπλωματικούς κύκλους, για τούτο, λίγο πριν από την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, όταν κλήθηκε από τον Γερμανό πρεσβευτή στην Αθήνα να δηλώσει την θέση που θα έπαιρνε, είπε κατηγορηματικά: «Η Γερμανία είναι η πατρίς μου, την οποίαν πάντοτε αγαπώ. Ο κύκλος της δράσεώς μου όμως από το 1905 είναι η Ελλάς. Εδώ ερρίζωσα, και απέκτησα πλείστους αγαπητούς φίλους. Συνεπώς φυσικόν είναι να επιθυμώ εξ ίσου το καλόν της Ελλάδος και οφείλω να ομολογήσω ότι εάν δεν ήμουν Γερμανός θα ήθελα να ήμουν Έλλην.»
Σ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, ο πρόξενος Έλμουτ Σέφελ έπραξε τα πάντα ώστε, όσο ήταν εφικτό από τη θέση του, οι κάτοικοι του Βόλου και της Θεσσαλίας να σώζονται από μαζικές εκτελέσεις, ατομικούς τυφεκισμούς, να αποφυλακίζονται, να φυγαδεύονται, να αποτρέπονται βομβαρδισμοί και πυρπολήσεις χωριών και πόλεων και να περιορίζονται τα αντίποινα που επέβαλαν στην αρχή οι ιταλικές δυνάμεις Κατοχής και στη συνέχεια τα Ες Ες και η Γκεστάπο. Σίγουρα αρκετοί θα τα θυμούνται στον Βόλο, στα χωριά του Πηλίου, στον Αλμυρό και στα γύρω χωριά, στα Φάρσαλα, στα Τρίκαλα, στην Καρδίτσα και στη Λάρισα.
Ο Σέφελ υποστήριζε ευκαιριακά και, κατά περίπτωση, συγκάλυπτε την Αντίσταση και ποτέ του δεν πληροφόρησε τις στρατιωτικές δυνάμεις Κατοχής για «παράνομες» ενέργειες των Ελλήνων, οι οποίοι, εν γνώσει του, χορηγούσαν στους Εβραίους του Βόλου πλαστές ταυτότητες με κοινά ελληνικά ονόματα. Όταν, μάλιστα, ήρθε η κρίσιμη στιγμή, τότε ο ίδιος προσωπικά έδωσε το σωτήριο σύνθημα στους Εβραίους του Βόλου, να εγκαταλείψουν χωρίς αναβολή την πόλη, επειδή είχε προγραμματιστεί από τα Ες Ες η σύλληψη και η μεταφορά τους στα γερμανικά στρατόπεδα του θανάτου.
Βοηθούσε οικονομικά, όπου μπορούσε, προσφέροντας δωρεάν στον πληθυσμό της Θεσσαλίας σιτηρά, φάρμακα και καύσιμα. Καμία από όλες τις παραπάνω παρεμβάσεις δεν διαψεύσθηκε ποτέ και από κανέναν.
Μετά τη λήξη του πολέμου, ο Σέφελ δεν εγκατέλειψε τον Βόλο και έτσι, αυτός ο άνθρωπος που αμέτρητες φορές τιθάσευσε την αγριότητα των ιταλικών και γερμανικών δυνάμεων Κατοχής, σώζοντας Έλληνες και Εβραίους, έπεσε θύμα του γενικευμένου, τότε, στην Ελλάδα μεταπολεμικού αντιγερμανικού κλίματος. Συνελήφθη, φυλακίστηκε στον Βόλο και σύρθηκε ως κοινός εγκληματίας από φυλακή σε φυλακή και, τελικά, οδηγήθηκε στο Ειδικό Στρατοδικείο Εγκληματιών Πολέμου στην Αθήνα, με την κατηγορία της κατασκοπείας.
Στην Αθήνα έσπευσαν από τον Βόλο και τη Θεσσαλία να καταθέσουν, ως μάρτυρες υπεράσπισης, ανώτατοι αξιωματικοί, βουλευτές και δήμαρχοι, έμποροι και απλοί πολίτες, καθώς και ο μητροπολίτης Δημητριάδος Ιωακείμ Αλεξόπουλος, που υπήρξε ο αποδέκτης πολλών μυστικών σωτήριων πληροφοριών του Σέφελ, κατά τη διάρκεια του πολέμου και της Κατοχής,
Το Δικαστήριο συνεδρίασε στις 16.10.1947 και μετά από σύντομη ακροαματική διαδικασία τον αθώωσε πανηγυρικά, τον αποκατάστησε ηθικά και επέστρεψε τη δημευθείσα περιουσία του.
Ο Σέφελ ίδρυσε το 1955 την εταιρεία «Σέφελ & Παναγής» και επειδή παρέμεινε άγαμος, υιοθέτησε τον ανεψιό του δευτέρου βαθμού Γκύντερ Σέφελ, που κατάφερε να φέρει από την τότε Ανατολική Γερμανία και τον οποίο όρισε συνιδιοκτήτη της εταιρείας του.
Το 1958 ο Έλμουτ Σέφελ, αν και σε προχωρημένη ηλικία, δέχτηκε να διοριστεί εκ νέου πρόξενος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στον Βόλο, αξίωμα που κράτησε μέχρι τον θάνατό του στις 11.05.1964.
Η είδηση του θανάτου του Έλμουτ Σέφελ συγκλόνισε όλα τα στρώματα της κοινωνίας του Βόλου και της λοιπής Θεσσαλίας. Σωρεία ψηφισμάτων των Δήμων, Συλλόγων, Συνδέσμων, Ομίλων, του Εμπορικού Επιμελητηρίου, του Γηροκομείου κλπ. «επί τω θανάτω του Έλμουτ Σέφελ» δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες του Βόλου με εκφράσεις βαθιάς λύπης για τη μεγάλη απώλεια του «ευεργέτη», του «σωτήρα», του «συνοδοιπόρου φυσιολάτρη» και του «φίλου», ενώ πολλά ιδρύματα είχαν αναρτήσει, προς τιμήν του, μεσίστιες τις ελληνικές σημαίες.
Η μεγάλη εκτίμηση του πληθυσμού του Βόλου στο πρόσωπο του Έλμουτ Σέφελ εκδηλώθηκε με την πρωτοφανή απόφαση η σορός του να εκτεθεί σε δημόσιο προσκύνημα στον μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Νικολάου και η νεκρώσιμη ακολουθία να τελεσθεί «κατά το ορθόδοξον δόγμα, χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου κ. Δαμασκηνού πλαισιωμένου υπό πολλών ιερέων», αφού δόθηκε η σχετική άδεια από την προτεσταντική Εκκλησία, στην οποία ανήκε ο εκλιπών.
Την επιβλητική πάνδημη κηδεία παρακολούθησαν, χιλιάδες κάτοικοι της πόλης, εκπρόσωποι του διπλωματικού σώματος, οι πρόξενοι της Γαλλίας και Ολλανδίας στον Βόλο, Γερμανοί και Αμερικανοί εκπρόσωποι των εταιρειών Lanz και John Deer, παλαιοί συνεργάτες του και αντιπρόσωποι της εταιρείας «Σέφελ & Παναγής» από τη Θεσσαλία, τη Στερεά Ελλάδα και τη Μακεδονία, όλη η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία του Βόλου, καθώς και εκπρόσωποι σχεδόν όλων των Συλλόγων, Σωματείων και συνδικαλιστικών οργανώσεων της πόλης.
Σε εκπλήρωση προσωπικής επιθυμίας του, ο νεκρός ετάφη στον λόφο «Πευκάκια», ανάμεσα στις χιλιάδες των δέντρων που ο ίδιος με τους φίλους του είχε φυτέψει. Έτσι, η Ελλάδα δώρισε στον Σέφελ «το ενάμισι μέτρο γη» που κάποτε είχε ζητήσει, απευθυνόμενος στον πρόεδρο του Δικαστηρίου Εγκληματιών Πολέμου. Ο Σάξονας έγινε πλέον Θεσσαλός και αναπαύεται τον ύπνο του δικαίου στον δικό του «Μέλανα Δρυμό», τα «Πευκάκια».
Ο Έλμουτ Σέφελ με τις πράξεις του, την ευεργετική παρουσία του και την υπερβολική αγάπη του για την Ελλάδα, αναμφίβολα κατατάσσεται στη χορεία των μεγάλων Γερμανών Φιλελλήνων αυτής της χώρας.
Δείτε το άρθρο του Δρ.Δημητρίου Μπενέκου…