Στα έντεκά μου χρόνια είχα ένα μεγάλο όνειρο: Να περάσω τις εισαγωγικές εξετάσεις στη Γερμανική Σχολή. Οι εγκαταστάσεις, κυρίως οι αθλητικές (…αχ αυτή η πισίνα) είχαν αναχθεί στη σφαίρα του μύθου από τον κύκλο των ταλαιπωρημένων παιδιών στο πούλμαν προς τα V Kurse.
Τρεις στους τέσσερις έμειναν απέξω.
Η τελετή της απονομής των απολυτηρίων το 1979 ήταν ίσως η πρώτη ευκαιρία για ένα συνολικότερο απολογισμό των έξι χρόνων στα θρανία της Γερμανικής. Ήταν όμορφα τα χρόνια με συμμαθήτρια την ‘Αβα Μπαμπίλη (γι’ αυτό και παντρευτήκαμε αργότερα), ήταν καλό που με μόνο το Abitur με είχαν δεχτεί στη ναυπηγική σχολή στο Πανεπιστήμιο του Αννόβερου (γλίτωσα έτσι την κούραση της προετοιμασίας, την αγωνία των εξετάσεων και πιθανότατα την απογοήτευση της αποτυχίας στην προσπάθεια για μια θέση στο Μετσόβειο).
Ίσως είναι χαρακτηριστικό ότι εκείνη τη στιγμή τα αρνητικά της φοίτησης στη Γερμανική σε σύγκριση με το γυμνάσιο της γειτονιάς, όπου πήγαν οι περισσότεροι από τους συμμαθητές του Δημοτικού, μου φαίνονταν ασήμαντα: Η Γερμανική δεν είχε γειτονιά, για να συναντήσει κανείς τους φίλους του έπρεπε πολλές φορές να διασχίσει το λεκανοπέδιο. Το εβδομαδιαίο πρόγραμμα είχε πολύ περισσότερες ώρες και ελάχιστα διαλείμματα. Η Γερμανική είχε τη φήμη “αυστηρού” σχολείου. Σίγουρα υπήρχαν και άλλα σημεία που πέρναγαν τότε από το μυαλό μου, αλλά τώρα μου διαφεύγουν.
Αυτό που θυμάμαι όμως εκείνες τις στιγμές που τελείωνε και τελετουργικά η Γερμανική για εμένα, ήταν μια αίσθηση τρυφερότητας απέναντι στα μαθητικά χρόνια, απέναντι σε πολλούς από τους καθηγητές και η υποψία ότι το κέρδος από αυτό το σχολείο δεν οφειλόταν μόνο στα στοιχεία που το αποτελούσαν (τους ανθρώπους, τα μέσα, τα προγράμματα) αλλά σε κάτι γενικότερο. Τότε σκεφτόμουν ότι οφειλόταν σε ένα “γενικότερο κλίμα”.
Από τότε μέχρι σήμερα, κατά καιρούς είμαι σε θέση να εξειδικεύσω αυτό το “κλίμα”, αυτό το κέρδος.
Σχετικά νωρίς συνειδητοποίησα ότι η εισαγωγή σε μια γλώσσα, έτσι όπως τη δίδασκε η Γερμανική (δηλαδή η εισαγωγή σε έναν τρόπο σκέψης, σε έναν πολιτισμό, σε μια ιστορία) ανοίγει καινούριους ορίζοντες. Παράλληλα με τη δίγλωσση οικογένεια, τόσο το σχολείο, όσο και οι σπουδές στη Γερμανία άφησαν επάνω μου μια “γερμανική” σφραγίδα, ενσωματώθηκαν στην ταυτότητά μου και με συνοδεύουν.
Στα πρώτα επαγγελματικά μου χρόνια ως μηχανικός στη ναυτιλιακή “πιάτσα” του Πειραιά, πιστεύω ότι η “γερμανική” μου τοποθέτηση αποτέλεσε πλεονέκτημα.
Πιστεύω ότι απόψεις που εξηγήθηκαν, ερεθίσματα και αρχές προβληματισμών που προσφέρθηκαν, αμφιβολίες που σπάρθηκαν στα γυμνασιακά χρόνια στη Γερμανική, ήταν σε θέση να λειτουργήσουν σαν βραδυφλεγείς μηχανισμοί. Πολλές φορές μου πέφτει δύσκολο να εξηγήσω σε φίλους και γνωστούς τις μετέπειτα προσωπικές και επαγγελματικές μου επιλογές. Εκτιμώ ότι η εμπλοκή μου “στον ελεύθερό μου χρόνο” στη Διεθνή Αμνηστία, στηρίζεται σε γερά αντιρατσιστικά θεμέλια, στο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στην αίσθηση για το πού μπορεί να οδηγήσει η καταπάτησή τους από ολοκληρωτικούς μηχανισμούς ή καθεστώτα.
Η καθημερινή μου δουλειά στην GREENPEACE ως “χαρτογιακάς” για τη διοίκηση και τα οικονομικά του ελληνικού γραφείου, και όποτε χρειάζεται ως ακτιβιστής στις δυναμικές ενέργειες που οργανώνουμε, σίγουρα αντλεί δύναμη από την αίσθηση της σοβαρότητας και του επείγοντος που έχουν προσλάβει τα θέματα της καταστροφής του περιβάλλοντος. Ψάχνοντας για την αρχή των χρόνων που με οδήγησαν σε αυτή την “ιδιόμορφη” σταδιοδρομία, δε βρίσκω εύκολα απλές απαντήσεις. Διατηρώ όμως ακόμα μια τρυφερή αίσθηση γι’ αυτό το “γενικότερο κλίμα” της Γερμανικής της εποχής μου.
Εύχομαι οι ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις, τις οποίες καλούνται να ικανοποιήσουν οι σημερινοί μαθητές, να συμβαδίζουν ισόρροπα με τις ικανότητες προσαρμογής τους σε εντονότερους ρυθμούς στη μαθητική καθημερινότητα, ώστε να μπορούν να είναι δεκτικοί σε μηνύματα που ξεπερνούν τις ανάγκες της εξειδίκευσης και του αυστηρού επαγγελματικού προσανατολισμού. Εύχομαι και η Γερμανική Σχολή να συνεχίσει να τους προσφέρει εναλλακτικούς “βραδυφλεγείς μηχανισμούς”.
Κώστας Δόμβρος