Ο Πέτρος Πετρακόπουλος εντόπισε ένα εξαιρετικά κατατοπιστικό άρθρο που είχε δημοσιευτείτον Ιούνιο 2000 στο τεύχος [4] του περιοδικού του Συλλόγου Γονέων ΓΣΑ «Infocus» σχετικά με την υπέροχη αυτή βραδιά:
Ήταν σταθμός για τα πολιτιστικά δρώμενα της ΓΣΑ!!!
Ήταν μιά μέρα, που οι λίγοι τυχεροί που την έζησαν δεν πρόκειται σίγουρα να τη ξεχάσουν ποτέ! Ο μέγιστος Μίκης Θεοδωράκης στην Aula της ΓΣΑ. Ποιός να το πίστευε!
Το πίστεψαν οι καθηγήτριες κ.κ. Μυλωνά, Παλλαντζά και Παπουτσίδου, που είχαν την ιδέα και την ευθύνη της εκδήλωσης. Το πίστεψε η Δ/νση της Σχολής, που έδωσε αμέριστες διευκολύνσεις στα παιδιά και τους καθηγητές, που συμμετείχαν. Το πίστεψε κι η Γερμανική Πρεσβεία που έθεσε την εκδήλωση υπό την αιγίδα του Πρέσβη κ. K.H.Kuhna, αφού για τους Γερμανούς Μίκης = Ελλάδα.
Και καλά όλοι αυτοί, στο κάτω-κάτω, λίγο-πολύ, τα κάποια -αντα ή και ήντα τα έχουν πατήσει, άρα έχουν προσλαμβάνουσες παραστάσεις. Το περίεργο είναι ότι το πίστεψαν και τα παιδιά. Παιδιά νέα, παιδιά του Internet και της μουσικής των ελληνάδικων, παιδιά που ζούνε σε μιά κοινωνία δημοκρατική και δε γνώρισαν τις χαλεπές μέρες της μισαλλοδοξίας, όταν ο Μίκης ήταν καταφύγιο και σύμβολο. Πάνω από 100 παιδιά έζησαν ώρες έντονης καλλιτεχνικής διδασκαλίας και σκληρών δοκιμών για να παρουσιάσουν τον μέγιστο συνθέτη της σύγχρονης Ελλάδας στο κοινό.
Ολα ήταν τέλεια! Κι η παραμικρή λεπτομέρεια είχε προσεχθεί! Στην αίθουσα δέσποζε, μέρος του σκηνικού, ένα θαυμάσιο σκίτσο-πορτραίτο του Μίκη. Το πρόγραμμα, χορηγεία του Συλλόγου Αποφοίτων, πλούσιο σε ύλη, με θαυμάσιες αναλύσεις, εμπεριστατωμένο και ιδιαίτερα καλαίσθητο.
Όλα προϊδέαζαν για μια μεγάλη βραδιά. Το πόσο μεγάλη δεν διαφαινόταν όμως. Η προσέλευση άρχισε από νωρίς, για την εξασφάλιση καλής θέσης, αφού από μέρες ήταν γνωστό, ότι τα εισιτήρια είχαν εξαντληθεί Ούτε λόγος φυσικά για υπεράριθμους…. Ευτυχώς η βραδιά ήταν γλυκιά κι έτσι το παρκάκι δίπλα από τις ανοιχτές μπαλκονόπορτες της Aula πρόσφερε στα πλήθη παρηγοριά στην ορθοστασία (άξιζε όμως!) με τη βραδυνή αύρα. Θορυβώδης αναμονή και προσμονή συνάμα. Μάταια παρακαλούσαν οι υπεύθυνες καθηγήτριες για ησυχία. Η ώρα περνούσε κι ο συνθέτης δεν είχε ακόμη φανεί. Ο εκνευρισμός διάχυτος. Όταν όμως οι πίσω σειρές τον διέκριναν από τη πόρτα να διασχίζει το φουαγιέ, με κατεύθυνση προς την Aula, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του, τον Πρέσβη, τον κ. Koch και τον κ. Μυλωνά, ξέσπασε το πιο εγκάρδιο χειροκρότημα, που γνώρισε αυτή η αίθουσα. Κι ήταν ίσως η πρώτη φορά, που όλο το κοινό, αυθόρμητα, σηκώθηκε όρθιο για να υποδεχθεί έναν καλεσμένο του, όχι όμως τυχαίο, αλλά το Μίκη Θεοδωράκη, το Μίκη της Ελλάδας, το Μίκη τους. Αυτή η κίνηση, η απόδοση τιμών με την έγερση, που έχουμε ζήσει σαν μαϊντανό των διαφόρων “οσκαρικών” και άλλων ψευδοτιμητικών αμερικανικών και αμερικανομιμητικών εκδηλώσεων, τη στιγμή εκείνη πήρε ένα άλλο, ένα βαρύ νόημα, μια σημασία αποκαλυπτική, έναν καθαγιασμό του ίδιου του “είναι” του καθενός.
Ο Μίκης ήταν ανάμεσά μας: ολοζώντανος, τεράστιος (ακόμη κι ο άνω των 1.90μ. κ. Koch φάνταζε μικρός δίπλα του), αγέρωχος, με τη γκρίζα πια χαίτη του να ανεμίζει, και τον τιμούσαμε! Ο Μίκης των παιδικών, των εφηβικών, των φοιτητικών μας χρόνων, ο Μίκης του πάντα, ήταν εκεί!
Όταν μετά από ώρα σίγασε η αίθουσα, άρχισε το πρόγραμμα. Χαιρετισμοί του Διευθυντή κ. Koch και του Πρέσβη πρώτα. Κι αμέσως μετά, η ορχήστρα μας εισάγει στη μυσταγωγία που θα ακολουθήσει με την πιό αγαπημένη από τους Γερμανούς μελωδία του Μίκη: “Ο Καημός”! Τι πρελούδιο για μια τέτοια βραδιά!
Μεστός ο εισαγωγικός λόγος της οργανωτικής επιτροπής από τη κ. Ρέα Μυλωνά, δημιούργησε ιδιαίτερη συγκίνηση κυρίως στους παλιότερους, όταν συνοδεύτηκε από το ζεστό ήχο της φυσαρμόνικας του κ. Ν.Κατσένη στο λυρικώτερο ίσως τραγούδι του Μίκη, τη “Μαργαρίτα-Μαγιοπούλα”.
Κρατήσαμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το λόγο αυτό:
“Αν αφουγκραστείς τα σιγοψυθιρίσματα χαράς κι αγαλλίασης του Νεοέλληνα, αν στήσεις μεπροσοχή το αφτί σου στα δυνά ακούσματα που ξεχύνονται από μία νεοελληνική ταβέρνα, ανπαρακολουθήσεις τους ήχους του καημού και του παράπονου του καθημερινού ανθρώπου, αναφεθείς να ταξιδέψεις στους ονειρικούς κόσμους του έρωτα και της αγάπης, τότε σίγουρα θασυναντηθείς με τη μουσική του ανθρώπου εκείνου που νανούρισε, παρηγόρησε, διασκέδασε καιδιαμόρφωσε πλήθος γενιές, δίνοντας το στίγμα της σύγχρονης Ελλάδας.”
Και μετά τα παιδιά. Φωνές νεανικές, σόλο και χορωδίες, μαθητές και νέοι απόφοιτοι, παρουσίασαν όλο το φάσμα του έργου του Μίκη, ενώ καλοδουλεμένα ιντερμέδια πεζού λόγου μας παρουσίαζαν τις θεματικές ενότητες, τις φάσεις της ζωής και του έργου του συνθέτη: η γέννηση του μουσικού και ποιητικού Μίκη, η διάπλαση του αντιπολεμικού και αντιστασιακού Μίκη, η γνησιότητα του λαϊκού Μίκη, η αθωότητα του ερωτικού Μίκη, η ανυποταγή του αντιδικτατορικού Μίκη, η αγωνία του υπαρξιακού Μίκη, η ολοκλήρωση του πανελλήνιου Μίκη! “Μοιραίοι”, “Μέρα Μαγιού”, “Σε πότισα ροδόσταμο”, “Στρώσε το στρώμα σου”, “Μυρτιά”, “Λίγο ακόμα”, “Ομορφη πόλη” … όλη η ζωή μαςμια βόλτα να περνά μπροστά από τα μάτια μας μέσα από τα ακούσματα.
Και παράλληλα περνούσε κι η ζωή του Μίκη, η ζωή της μεταπολεμικής Ελλάδας, με την προβολή χαρακτηριστικών σκηνών σε μία οθόνη: ο Μίκης στο πιάνο, ο Μίκης διευθύνει, ο Μίκης διαδηλώνει, η Ακρόπολη, η θάλασσα, το Μαουτχάουζεν, η Μελίνα, ο Ρίτσος, ο Ελύτης … Άλλοι άκουγαν βουβά, άλλοισυνόδευαν με παλαμάκια, άλλοι βούρκωναν … Κι οι Γερμανοί φίλοι εκστασιασμένοι κι από τη μουσική κι από το παλμό κι από το κοινό! Κι ο Μίκης; Σαν έξω από τα νερά του στην αρχή, σα να μην ήξερε τι να περιμένει από το βράδυ αυτό, αναδευόταν στο κάθισμά του. Όμως έβλεπες ότι σιγά-σιγά “ζεσταινόταν”. Εδώ κι εκεί τέντωνε το αυτί του: θές ο λυρισμός της Μυρτώς Αρεταίου, θές η αισθαντικότητα του Νίκου Κοσκινά, θές η κρυστάλλινη φωνή της Κλυταιμνήστρας Ορφανού, θές η μελωδικότητα του Γιώργου Τσούτη, θές η τσαχπινιά της Μελίνας Μπέλλου, θες οι νεανικές φωνές της χορωδίας, θες η ορχήστρα με τις φλογέρες, όλο και κάτι τον “τσιγκλούσε”. Κι όταν “της Δικαιοσύνης ο ήλιος ο νοητός” σήμανε τοτέλος του προγράμματος, το χειροκρότημα ξέσπασε ηχηρό κι ασταμάτητο. Ανθοδέσμες στουςσυντελεστές, αλλά και στον μεγάλο πρωταγωνιστή, που εγκλιματισμένος απόλυτα πια, ανέβηκε στη σκηνή. Ευχαριστίες, λίγα λόγια για τη γερμανική υποστήριξη στους χαλεπούς καιρούς, δυό-τρία ανέκδοτα από την εποχή εκείνη (μέχρι και τον καγκελλάριο Schroeder πήρε η μπάλλα), ένα παράπονο για το είδος και την ποιότητα των “τραγουδιών” που κυριαρχούν στις μέρες μας στην Ελλάδα (μόνο 5% του κοινού του είναι, μας είπε, Ελληνες, έναντι 15% των Γερμανών!), κι από την άλλη η ελπίδα που του γέννησε η βραδιά: νέα παιδιά, δίχως παραστάσεις από το έργο του, που τον συγκίνησαν, όσο πολλά χρόνια είχε να συγκινηθεί. Ανετος πιά, λεπτό με λεπτό άνοιγε τη ψυχή του σε ένα κοινό που αποθέωνε κάθε αποστροφή του. Για τον καθένα είχε κάτι να πεί. Και με το δαιμόνιο του δημιουργού στάθηκε ακόμη και στα “φαλτσάκια των παιδιών με τις φλογέρες”, που τα βρήκε τόσο χαριτωμένα, ώστε τα σημείωσε στο μπλοκάκι του για να τα μελετήσει και να τα περάσει σε παρτιτούρες! Και βέβαια γνώριζε καλά, ότι αυτό το κοινό δε θα τον άφηνε να φύγει “άμουσα”.Αφού “πήρε” ένα περιπετειώδες ρε ματζιόρε, άνοιξε τα τεράστια χέρια του και με εκείνη τηχαρακτηριστική άρθρωσή του μας έσυρε όλους στο “περιγιάλι το κρυφό”! Μαζί του “διψάσαμε το μεσημέρι” κι ήπιαμε το “νερό γλυφό”. Κι όταν αναλογιστήκαμε, μαζί του πάντα, πως “πήραμε τη ζωή μας λάθος”, αυτός ήταν που μας οδήγησε “κι αλλάξαμε ζωή”. Ολη η αίθουσα τον συνόδευε διαρκώς με παλμό και συγκίνηση. Μα δε μας αρκούσε ο λυρισμός του Μίκη. Τελειολογικά, ως παντοτινός έφηβος, έπρεπε να κλείσει δυναμικά. Και τόκανε! Σαν περήφανος αητός με ανοιγμένα φτερά σ’ένα ασταμάτητο πηγαίο κρεσέντο μας ξαναρίζωσε τη πίστη ότι “όπου νάναι θα σημάνουνοι καμπάνες” για να βροντοφωνάξουμε όλοι μαζί στο φινάλε ότι “αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας”! Φωνές άτσαλες, φωνές σπασμένες από τη συγκίνηση και το κλάμα, γροθιές σηκωμένες,παλαμάκια, όλα μαζί κι ο Μίκης στο κέντρο της σκηνής και του χρόνου. Το απόλυτο της μέθεξης! Τέλος!! Κι αν μετά σπεύσαμε όλοι για αυτόγραφο στο πρόγραμμα, κι αν ακολούθησε δεξίωση, κι αν γυρίσαμε σπίτι όπως κάθε βράδυ, για μέρες κάτι είχε αλλάξει μέσα μας. Είχαμε βιώσει τη ζωή μας ξανά! Είχαμε ακουμπήσει το μεγάλο μας Μίκη κι αυτός είχε μπεί μέσα μας για πάντα! Κι οι Γερμανοί φίλοι μας. Σεμνά παρακολούθησαν κάποιες δυσάρεστες αναμνήσεις του απώτερου παρελθόντος και με ικανοποίηση άκουσαν τα καλά λόγια για τη μετέπειτα βοήθεια και την τελική αναγνώριση. Πέρα όμως από τη μουσική, που πράγματι τους συνεπήρε, εκείνο έβλεπες ήταν ο θαυμασμός για τα συναισθήματα που ξύπνησε μέσα μας ο μεγάλος Ελληνας. Διείδαν μια σπάνια ομοψυχία στον ασυνήθιστο σε τέτοιες εκδηλώσεις λαό μας, μία ολοκληρωμένη δυναμική, που σίγουρα ήταν αποκαλυπτική γι’ αυτούς. “Ισως σήμερα παρακαταλάβαμε τι σημαίνει Ελλάδα” ήταν μια χαρακτηριστική αποστροφή που ακόυστηκε! Για το τέλος αυτού του χρονικού αξίζει να παραθέσουμε τον επίλογο που έγραψε για το πρόγραμμα της βραδιάς ένα από τα παιδιά μας, ο Σταύρος Ιωαννίδης, παιδί σύγχρονο, παιδί του 21ου αιώνα, όχι όμως παιδί των ελληνάδικων, αλλά παιδί της Ελλάδας του Μίκη:
Με τη μουσική ταξιδεύεις σε εποχές άλλες, σε ηλικίες παιδικές,μαθαίνεις να αγωνίζεσαι, ν’αγαπάς. Από τα παιδικά νανουρίσματα στα τραγούδια της παρέας κι ύστερα στις συναυλίες μες στο πλήθος.Ετσι σαν παραμύθι που ξετυλίγεται το νήμα του.“
Σε μιά μικρή χώρα έγινε ένα μεγάλο έγκλημα.
Γι’αυτό κάθε νέος και νέα
Σε όλο τον κόσμο πρέπει να κλάψει πικρά
Γιατί όταν ποδοπατείται ένα λουλούδι
Είναι τα νιάτα που ποδοπατιούνται
Γιατί όταν σκοτώνεται ένα τραγούδι
Είναι τα νιάτα του κόσμου που σκοτώνονται….”
Δυό νότες είναι ο πόνος, ο καημός, δυο λέξεις η αγάπη.
Εχουμε ανάγκη από νέες και νέους που τραγουδούν,
που θυμούνται,που ελπίζουν:
“Το τραίνο φεύγει στις οχτώ”,
“Ομορφη πόλη, φωνές μουσικές”,
“Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα…”
Μελωδίες μαγικές που μας παίρνουν απ’το χέρι τρυφερά και σίγουρα και μας οδηγούν στα
δικά τους μονοπάτια.
Κι η ασήμαντη παρουσία μας γίνεται ξαφνικά σημαντική.
Κι η τρεμόσβηστη σπίθα στις υγρές μας παλάμες πυρκαγιά, για να φωτίζει
τους δρόμους που μας άνοιξες.