Εννέα Σεπτέμβρη, μετά τα εξηκοστά ένατα γενέθλιά μου. Ωραίος καιρός, ένα με ενάμιση μποφόρ. Περιγιάλι.
Τα ζωντανά και τα οχήματα έχουν μια σχέση. Όπως έχουν συνηθίσει. Ας πούμε οι γάτες στην Αθήνα περιμένουν ένα όχημα να κάνει θόρυβο, αμάξι, φορτηγό η μηχανάκι. Πολλές φορές τις τρομάζω με το ποδήλατο. Δεν περιμένουν σιωπηλό όχημα και την τελευταία στιγμή πηδάν τρομαγμένες από κάτι που τρέχει αλλά δεν κάνει θόρυβο.
Ρίχνω την βάρκα στο νερό, βάζω το τιμόνι, βίρα την μαϊστρα, βίρα την τζένοα, βίρα την άγκυρα και πάμε. Δυτικά.
Περνώντας μπροστά από το λιμάνι Άσσου, ένα οβάλ κεφάλι, έξω απ’το νερό, λίγα μέτρα πίσω από την πρίμη.
ΠΑΦ ! βουτάει και χάνεται. Όλα σε δέκα δευτερόλεπτα. Χελώνα. Τρώει μέδουσες σκέφτομαι. Εξετάζει αυτό το σιωπηλό που περνάει. Το είδε από μέσα και έβγαλε το κεφάλι να δει και το υπόλοιπο έξω στον αέρα. Πριν χρόνια ξέβρασε η θάλασσα νεκρή χελώνα μπροστά στον Αποστολόπουλο. Μεγάλη, ένα μέτρο. Υπάρχουν.
Φυσάει μια γλυκιά Γρέγο-τραμοντάνα. Κλειστά όρτσα πάει μόνο του με δεμένο τιμόνι παράλληλα με την ακτή. Άσσος, Βραχάτι, Νεράντζα.
Φτάνω κοντά στους κυματοθραύστες- νησάκια λίγο πριν το Κιάτο. Τακ προς φάρο. Μοιάζει να είναι πολύ κοντύτερα απ’ ότι από Περιγιάλι. Αρμενίζω, πάλι στον <<αυτόματο πιλότο>> καμιά ώρα. Με φέρνει ανάμεσα στον φάρο και την είσοδο της λίμνης. Περνάει ένα εμπορικό και μερικά ιστιοφόρα. Τσιμάρω να γυρίσω πίσω. Μπουνάτσα.
Κάνω υπομονή για δέκα λεπτά. Μόλις βγώ από την προστασία των βράχων θα φυσήξει.
Πράγματι, σιγά σιγά πνέει μια απαλή τραμοντάνα. Ωραία. Πάω δευτερόπριμα, καρίνα δεν χρειάζεται, την σηκώνω.
Είμαι πια στα μισά και λίγο προς Περιγιάλι.
Πλώρη και λίγο δεξιά, στα δεκαπέντε μέτρα, τρεις ράχες γκρίζες με φτερό, γυαλιστερές, σηκώνονται συντονισμένα στον αέρα.
Μου φεύγει ένα ΩΩΩ !
Αμέσως, στην ίδια θέση, ξαναπροβάλλουν δύο ράχες αυτή την φορά!
Ξανά ΩΩ εγώ, συνειδητά, με ακούνε, δεν μπορεί.
Τρίτη φορά επαναλαμβάνεται, μια ράχη αυτή την φορά. Μπαλέτο.
Πάλι ΩΩ εγώ. Πρέπει να αναγνωρίσω τον χαιρετισμό.
Αυτό. Τέλειωσε.
Κοιτάζω πίσω. Τι τέλειωσε;;
Πέντε έξι δελφίνια κόβουν δεξιά – αριστερά τα απόνερά μου. Μάτι έξω. Εξετάζουν το σιωπηλό πλεούμενο.
Ούτε ένας αφρός, όλη αυτή την ώρα, γλυστράν, αθόρυβα.
Πάλι ΩΩ, ΜΠΡΑΒΟ εγώ.
Πριν τελειώσει η νέα έκπληξη, βγάζουν ράχες έξι, πάλι πλώρα- δεξιά, μακρύτερα αυτή την φορά. Σύγχρονα,
άλλες δύο ράχες πιο πέρα. ΩΩ Ω μα αυτά είναι τουλάχιστον δέκα!
Σε λίγο πλησίασα στο σπίτι, μάινα την τζένοα, σηκώνω το τιμόνι, λίγα μέτρα απ΄ την ακτή, όρτσα και φούντο την άγκυρα.
Έφτασα, μα το μυαλό πίσω, στα βαθιά!