Η Αλίκη Μεϊντάνη γεννήθηκε στις 16 Ιουνίου 1931 στον Πρόδρομο της Βοιωτίας και βαφτίστηκε «Αλεξάνδρα», όλοι όμως την αποκαλούσαν και την γνώριζαν ως «Αλίκη». Ο πατέρας ήταν Γυμνασιάρχης στην Θεσσαλονίκη και η οικογένειά της μετακόμισε εκεί.
Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή της Θεσσαλονίκης και ήρθε στη Γερμανική Σχολή το 1957 διδάσκοντας Αρχαία, Νέα και Ιστορία. Αυστηρή, με άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας ήταν το πρότυπο της καθηγήτριας φιλολόγου. Παράλληλα έχοντας κάνει κλασσικές σπουδές στην μουσική έπαιζε πολύ καλό πιάνο, ένα χόμπι που διατήρησε μέχρι το θανατό της.
Θεσμοθέτησε τις μαθητικές ανταλλαγές με την Γερμανία με σκοπό να αποκτήσει η Σχολή ευρωπαϊκό προσανατολισμό, κάτι που αργότερα ενίσχυσε εντάσσοντας τη ΓΣΑ σε ευρωπαϊκά προγράμματα επιτυγχάνοντας την διεθνή προβολή και αναγνώριση της Σχολής.
Το 1988 έγινε Λυκειάρχης της Σχολής και το 1993 μετά από πρόταση του Νίκου Βασιλείου, υποδιευθυντή της Σχολής, δημιούργησε και στήριξε την μουσική ομάδα «Ρεμπέτικο» με μαθητές που έπαιξαν εντός (Φεστιβάλ της Σύμης) και εκτός συνόρων (Βαρκελώνη, Ρώμη).
Το 1997 προτάθηκε ως υποψήφια «Γυναίκα της Ευρώπης» για την Ελλάδα, θέση που τελικά κατέλαβε η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα. Το 1998 συνταξιοδοτήθηκε αλλά ήταν πάντα, σχεδόν καθημερινά, στη Σχολή βοηθώντας όπου και όπως μπορούσε.
Το 1999 παρασημοφορήθηκε από τον Πρόεδρο της Ο.Δ. της Γερμανίας με τον «Σταυρό της Τιμής» για την εν γένει προσφορά της στην ελληνογερμανική προσέγγιση.
Απεβίωσε στις 22 Ιουλίου 2011.